Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά δι-
καιώματα διοργανώνει μια εκδήλωση-συζήτηση υπό τη μορφή ζωντανού δια-
λόγου ανάμεσα σε τρεις εισηγητές πάνω σε ένα «αντιδημοφιλές» θέμα: το μέλλον
του συνδικαλισμού. Η συζήτηση διεξάγεται σε μια περίοδο οικονομικής ανάπτυ-
ξης και σε κάθε περίπτωση πριν από τη μεγάλη ύφεση και κρίση του 2008 και ό,τι
ακολούθησε στην εποχή των Μνημονίων. Τον καιρό εκείνο, το ενδιαφέρον των κι-
νημάτων επικεντρώνεται σε ζητήματα «δικαιωμάτων», στο μεταναστευτικό, στη
γενιά των «700 ευρώ» και στις ευελιξίες στην απασχόληση που επελαύνουν στον
ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Μολονότι είναι νωπές ακόμη οι μνήμες από
το φοιτητικό κίνημα ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16, η συζήτηση για τις
προοπτικές του εργατικού συνδικαλισμού δεν φαίνεται να είναι ψηλά στη λίστα των
προτεραιοτήτων των κινημάτων και της αριστεράς. Δεν ισχύει βέβαια το ίδιο για
την επιστημονική έρευνα, όπως θα αναλύσουμε στα αμέσως επόμενα κεφάλαια.
Εκείνη τη βραδιά, ένας εκ των ομιλητών αναφέρει εν τη ρύμη του λόγου ότι
ίσως στο άμεσο μέλλον η μορφή της εργατικής οργάνωσης και διεκδίκησης μέσα
από τα κλασικά συνδικάτα όπως τα γνωρίζουμε θα θεωρείται ξεπερασμένη ή και
αναποτελεσματική. Ο νεαρός –τότε– ομιλητής διακρίνει ανάμεσα στο πυκνό κοι-
νό τη φιγούρα του φημισμένου μελετητή του εργατικού κινήματος Γιώργου Κου-
κουλέ να κουνά το κεφάλι με νόημα ανάμεσα στους καπνούς από την αναμμένη
πίπα του – δεν είχε ακόμη απαγορευτεί το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους. Προ-
φανώς, μετανιώνει ευθύς αμέσως γι’ αυτή την υπερβολική τοποθέτηση, στα όρια
της ασέβειας απέναντι στην ένδοξη ιστορία του ελληνικού εργατικού-συνδικαλι-
στικού κινήματος.
Η ανησυχία του κορυφώνεται όταν, πρώτος απ’ όλους στο κοινό, ο εν λόγω κα-
θηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, με σπουδαίο συγγραφικό έργο στο ζήτη-
μα του ελληνικού συνδικαλισμού, παίρνει τον λόγο για να σχολιάσει τις εισηγήσεις
του πάνελ. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο καθηγητής, όχι μόνο υπερθεματίζει ως
προς τον συγκεκριμένο προβληματισμό, αλλά προσθέτει ότι κατά τη γνώμη του
είναι πολύ πιθανό να μην ονομάζονται καν «συνδικάτα» οι μελλοντικές μορφές
συλλογικής οργάνωσης των εργαζομένων!
Λίγο αργότερα, στα τέλη του 2011, εν αναμονή του δεύτερου Μνημονίου, στην
καρδιά των πολιτικών λιτότητας και της ραγδαίας απορρύθμισης των ατομικών
και συλλογικών εργασιακών δικαιωμάτων, ο ιστορικός χρόνος συμπυκνώνεται και
τα κατοχυρωμένα κεκτημένα δεκαετιών ανατρέπονται εν μία νυκτί. Το πράγμα εί-
ναι πλέον προφανές και, αμετανόητος, ο προαναφερθείς εισηγητής ξαναχτυπά:
Συνδικάτα τέλος![1] Γράφει συγκεκριμένα:
Ευθεία ή έμμεση, η παραγνώριση των συνδικάτων και της αυθεντικής συλλογικής διαπραγμάτευσης συνεπάγεται την αρχή του τέλους της νομοθεσίας που διέπει τις συλλογικές εργασιακές σχέσεις (ν. 1264/1982, ν. 1876/1990). Αναμένονται νέα μέ- τρα που, σε συνδυασμό με την επικείμενη κατάργηση της κρατικής εγγύησης για τη χρηματοδότηση των συνδικάτων, θα σημάνουν πολύ σύντομα και το τυπικό τέ- λος των συνδικάτων με τη σημερινή τους μορφή. Αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες σηματοδοτούν το τέλος του συνδικαλιστικού κινήματος, όπως το γνω- ρίσαμε στην Ελλάδα από το 1982 μέχρι σήμερα. Ας σχεδιάσουμε επιτέλους τη νέα δομή ενός σύγχρονου συνδικαλιστικού κινήματος και ας το διεκδικήσουμε με πά- θος. Δεν υπάρχει λόγος για θλίψη και φόβο από τη δική μας τη μεριά. Ας αναρωτη- θούμε όσο είναι ακόμη καιρός: τι είναι αυτό που αντιλαμβάνονται πλήρως και απεύχονται δημόσια η εργοδοσία και το κεφάλαιο, αλλά (κάνει πως) δεν καταλα- βαίνει η εργατική πλευρά;
Ο λόγος προφανώς για την κατεπείγουσα ανάγκη συγκέντρωσης δυνάμεων
σε επίπεδο κλάδων (αιχμής) και αναδιοργάνωσης της εσωτερικής δομής των ορ-
γανώσεων συλλογικής εκπροσώπησης της μισθωτής εργασίας με στόχο την απο-
τελεσματική άμυνα απέναντι σε έναν αντεργατικό οδοστρωτήρα που, με πρόσχη-
μα τις πολιτικές λιτότητας, φάνταζε αποφασισμένος να ισοπεδώσει κατακτήσεις
δεκαετιών στα ατομικά και συλλογικά εργασιακά δικαιώματα. Όπερ και εγένετο.
Σήμερα, δεν ζει δυστυχώς ο καθηγητής Κουκουλές για να επιβεβαιώσει ότι
αυτή η στιγμή του τέλους μιας εποχής για τα ελληνικά συνδικάτα έχει παρέλθει
προ πολλού, μολονότι μέχρι το 2020 που έφυγε από τη ζωή βίωσε και ο ίδιος μια
κατάσταση παρατεταμένης υποχώρησής τους. Τα χαμηλά ποσοστά συνδικαλιστι-
κής πυκνότητας, η ισχνή κάλυψη από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, η αποθε-
σμοποίηση των σωματείων και η καταρράκωση της εμπιστοσύνης των εργαζομέ-
νων απέναντι στον συνδικαλισμό απλώς επικυρώνουν αυτή την εξέλιξη.
Ωστόσο, επειδή αυτή η ανησυχητική εικόνα όχι μόνο παγιώνεται από το 2012
αλλά επιδεινώνεται διαρκώς, το εντυπωσιακό σε όλη αυτή την υπόθεση δεν είναι
μόνο το πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια, αλλά κυρίως ότι η σύγχρονη συζήτηση
για το αν και τι είδους μέλλον έχουν τα συνδικάτα στη χώρα μας δεν φαίνεται να θέ-
τει υπό σοβαρή αμφισβήτηση την υπάρχουσα δομή και εσωτερική λειτουργία
τους. Συνεπώς δεν εκκινεί από την αναγκαιότητα της επεξεργασίας ενός ολικού
επανασχεδιασμού των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ανεξάρτητα από τις συγκυ-
ριακές προθέσεις του κράτους και των εργοδοτών και, φυσικά, από το επίπεδο
της νομικής προστασίας.
Ακόμη χειρότερα, ως να έφταιγε μόνο η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα και η «συν-
θηκολόγηση» του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, στην καλύτερη περίπτωση το σύγχρονο διεκδι-
κητικό πλαίσιο περιορίζεται σε ένα αφηρημένο αιτηματολόγιο γύρω από την
«απαίτηση» αποκατάστασης της συλλογικής εργατικής νομοθεσίας στα προ Μνη-
μονίων επίπεδα. Χωρίς καμία προσπάθεια επανεξέτασης των μόνιμων και δομι-
κών παθογενειών εσωτερικής συγκρότησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων,
οι οποίες προφανώς δεν γεννήθηκαν το 2010…
[1]. Aπ. Καψάλης, «Συνδικάτα τέλος!», εφημ. Δρόμος της Αριστεράς, 11/10/2011: https://edromos.gr/ syndikata-telos/.
