header-image

«Όταν το συναίσθημα προηγείται της σκέψης», Η ζωή και ο θάνατος του ειρηνιστή Γρηγόρη Λαμπράκη

Της Εύης Γκοτζαρίδη*

Όταν έφτασα στο Παρίσι, ήμουν παιδί, και στην Ελλάδα οι Συνταγματάρχες είχαν ήδη καταλάβει την εξουσία. Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε δικαιολογήσει το στρατιωτικό πραξικόπημα χρησιμοποιώντας ψευδοϊατρικούς όρους: «ασθενήν έχομεν, εις τον γύψον τον βάλαμε», εννοώντας την Ελλάδα, για να μην την αφήσουν οι πραξικοπηματίες να πάρει τον «λάθος δρόμο», τον δρόμο του κομμουνισμού. Σε όλη τη διάρκεια της εφηβείας μου, ζούσα σε απόλυτη άγνοια όσον αφορά τους λόγους που ώθησαν την οικογένειά μου στην αυτοεξορία. Δεν ήξερα ότι στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ο παππούς μου βοηθούσε τους αντάρτες και ότι μια μέρα, καθώς γυρνούσε από μια αποστολή ανεφοδιασμού τους, συνελήφθη και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, επειδή τον είχε καταδώσει ένας συγχωριανός του.

Η γιαγιά μου, χήρα στα 30 της χρόνια, έμεινε τότε να φροντίσει μόνη τα πέντε παιδιά της, με το μικρότερο να είναι μόλις μερικών μηνών. Οι δολοφόνοι του δεν της είχαν στερήσει μόνο τον άντρα που αγαπούσε, το κύριο οικονομικό και ηθικό στήριγμά της, αλλά και το δικαίωμα να τον πενθήσει με αξιοπρέπεια, όταν παράτησαν το άψυχο κορμί του σε ένα ποτάμι εκεί κοντά, από το οποίο το πτώμα του δεν θα μπορούσε να ανακτηθεί και να ταφεί. Ο πατέρας μου ήταν μόλις 14 χρόνων, όταν σκοτώθηκε ο παππούς, και ως μεγαλύτερος γιος, στο εξής είχε εκείνος την ευθύνη να υπάρχει φαγητό στο τραπέζι. Ούτε ήξερα ότι αργότερα, στη Δικτατορία, ο πατέρας μου, ως ιδιοκτήτης ενός μικρού εστιατορίου, παρενοχλούνταν συστηματικά από τους άντρες της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, με τις τρομαχτικές επισκέψεις τους, που τον υπέβαλλαν σε κάθε είδους εκφοβισμό και κατά βάση απαιτούσαν απ’ αυτόν να καταδώσει τους πελάτες του.

Συχνά τον απειλούσαν ότι δεν θα ανανεώσουν την αστυνομική άδεια που ήταν απαραίτητη για να λειτουργήσει η μικρή επιχείρησή του. Ο πατέρας μου δεν υπέκυψε ποτέ, και συχνά χρησιμοποιούσε τεχνάσματα για να ξεφύγει από τις πιεστικές ερωτήσεις τους. Τις απέφευγε όσο καλύτερα μπορούσε. Από εντιμότητα αλλά και από σεβασμό και συντροφικότητα προς τους άντρες που αρνούνταν να υποταχθούν, υπέμενε καρτερικά τις απειλές, μέχρι που μια μέρα δεν άντεξε άλλο και έφυγε για ένα λιγότερο ασφυχτικό μέρος: το Παρίσι. Για πολύ καιρό δεν γνώριζα τίποτα για τη νιότη του πατέρα μου, πώς μπορεί να ένιωθε μεγαλώνοντας σε ένα δεξιό χωριό και σε άμεση γειτνίαση με τον άντρα που ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία του πατέρα του. Μόνο κάποια χρόνια μετά, όταν έγινα ιστορικός, δέχτηκε να μου αφήσει κάποιους υπαινιγμούς.

Έτσι, έμαθα ότι, σε ηλικία 24 ετών, έκανε τη στρατιωτική του θητεία σε έναν ειδικό κλάδο που ήταν επιφορτισμένος με την προστασία των Ενόπλων Δυνάμεων και την κατασκοπεία για «ανθελληνικές δραστηριότητες» (δηλαδή, αντικομμουνιστικές) στο εσωτερικό τους. Όπως όλοι οι νέοι άντρες που είχαν καταταγεί σε αυτό τον κλάδο, πέρασε από μια γελοία αντικομμουνιστική εκπαίδευση που κράτησε έξι μήνες. Ο πατέρας μου τοποθετήθηκε εκεί χάρη σ’ ένα θείο που μεσολάβησε για λογαριασμό του. Αυτός ο θείος θεωρούνταν καλός πατριώτης επειδή είχε υπηρετήσει σε μια ταξιαρχία που είχε σταλεί στην Αίγυπτο, η οποία τότε ήταν έδρα της εξόριστης κυβέρνησης (της Κυβέρνησης του Καΐρου) και, αντίθετα με άλλους στρατιώτες, δεν είχε εμπλακεί στην ΕΑΜική ανταρσία τον Απρίλιο του 1944.

Το ΕΑΜ ήταν η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση την περίοδο του Πολέμου και, παρότι αποτελούσε μια πολυσυλλεκτική κίνηση, που συγκέντρωνε άντρες και γυναίκες από όλες τις δημοκρατικές τάσεις, η ηγεσία του ήταν κυρίως κομμουνιστική, και υπήρχε η υποψία ότι επεδίωκε να μετατρέψει την Ελλάδα σε κράτος-δορυφόρο της Σοβιετικής Ένωσης. Το ΕΑΜ και ο στρατός του, ο ΕΛΑΣ, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο πολεμώντας ενάντια στους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους και για αυτό τον λόγο ασκούσαν μεγάλη επιρροή, πρώτον, εδαφικά, επειδή είχαν απελευθερώσει τις περισσότερες ορεινές περιοχές της χώρας, και δεύτερον, επειδή είχαν κατακτήσει την καρδιά και το μυαλό πολλών ανθρώπων. Πράγματι, πολλοί ήταν αυτοί που τους θεωρούσαν τη μοναδική προστασία τους απέναντι στους Γερμανούς και τη μοναδική εγγύηση ενάντια στην επιστροφή του βασιλιά και την επιβολή μιας νέας δικτατορίας, ανάλογης του Καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, που είχε επικεφαλής τον Ιωάννη Μεταξά.

Ο θείος του πατέρα μου είχε σώσει έναν τραυματισμένο υψηλόβαθμο αξιωματικό, κι έτσι, ο αξιωματικός τού είχε υποχρέωση. Ως αποτέλεσμα, μετά τον Πόλεμο, αυτός ο γενναιόδωρος άντρας είχε κάποια επιρροή στο εσωτερικό του Στρατού· όχι σπουδαία, αλλά αρκετή για να βοηθήσει τον ορφανό του ανιψιό. Είπε στον ανιψιό του ότι, αν έκανε τη στρατιωτική θητεία του σε αυτό τον ειδικό κλάδο, θα «έπαιρνε χάρη» και θα απαλλασσόταν από τις αμαρτίες του πατέρα του, κι ότι σίγουρα θα πετούσαν τον «φάκελο» της οικογένειας, το περίφημο αρχείο παρακολούθησης που συνέτασσε το αστυνομικό κράτος. Με αυτό τον τρόπο, ο πατέρας μου είχε μια ευκαιρία να γλιτώσει από τις διώξεις και τα ατελείωτα πρακτικά εμπόδια που επιφύλασσε το νέο δεξιό καθεστώς στους αριστερούς την περίοδο μετά τον Εμφύλιο. Στη διάρκεια της θητείας του, ο πατέρας μου είχε το αμφιλεγόμενο προνόμιο να ακούει τους γιους των «ανωτέρων» του να καυχιούνται. Εξιστορούσαν με εμφανή ικανοποίηση τα ένδοξα ανδραγαθήματα των πατεράδων τους στον Εμφύλιο, κυρίως και δυστυχώς, πώς είχαν «περιποιηθεί» το τάδε ή το δείνα «κουμμούνι», ενίοτε δίνοντάς του «συμβουλές» με ποιον ήταν ασφαλές να κάνει παρέα στη μονάδα.

Είναι κοινή γνώση ανάμεσα στους ιστορικούς ότι μετά τον Πόλεμο, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης οι εκκαθαρίσεις των Ναζί και των συνεργατών τους αποδείχτηκαν μια μάλλον επιφανειακή και πρόχειρη διαδικασία. Ωστόσο, αυτό δεν είναι πουθενά πιο εμφανές απ’ όσο στην Ελλάδα, όπου οι άντρες των περίφημων Ταγμάτων Ασφαλείας της δωσιλογικής κυβέρνησης του Ιωάννη Ράλλη, που ορκίζονταν υποταγή απευθείας στον Αδόλφο Χίτλερ, και άλλων αυτόκλητων αντικομμουνιστικών ομάδων ανταμείφθηκαν στην πράξη για τον «αντικομμουνισμό» τους με θέσεις στον Νέο Στρατό και στη Νέα Χωροφυλακή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον Δεκέμβριο του 1944 ο Στρατός και η Χωροφυλακή να απαρτίζονται από άνδρες που μόλις μερικούς μήνες πριν πολεμούσαν στο πλευρό της Βέρμαχτ και των Ες Ες.

Η επιτακτική ανάγκη να πολεμήσουν στον Εμφύλιο και να σώσουν την Ελλάδα, πριν πέσει στην επικίνδυνη αγκαλιά του κομμουνισμού, το υπαγόρευε. Περιττό να πούμε ότι η τραγική ειρωνεία ήταν πολύ έντονη σε αυτό το τελευταίο παιχνίδι της μοίρας που πέταξε τον νεαρό πατέρα μου στη «φωλιά του φιδιού», δηλαδή περιτριγυρισμένο από ανθρώπους οι οποίοι κατά τη διάρκεια του Πολέμου είχαν υπάρξει, στην καλύτερη περίπτωση, υπερασπιστές του αποφθέγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» ή, στη χειρότερη, ανοιχτά φιλοναζιστές. Ένα είναι βέβαιο: Πολλοί Έλληνες, είτε ανήκαν στην πολιτική ελίτ είτε όχι, ήταν πεπεισμένοι ότι ο πόλεμος ενάντια στον κομμουνισμό δικαιολογούσε τη συνεργασία με τους ξένους κατακτητές.

Όσο για τις δεξιές κυβερνήσεις που βρέθηκαν στην εξουσία μετά την Απελευθέρωση, ασπάστηκαν αυτό τον κυνικό τρόπο σκέψης, μετατρέποντας τους δωσίλογους σε άμεμπτους φορείς πατριωτισμού και υπερασπιστές της ακεραιότητας του κράτους και τιμωρώντας αδυσώπητα τους άντρες και τις γυναίκες που είχαν υπερασπίσει τα ιδεώδη της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης μέχρι τη δεκαετία του ’60. Η γεωπολιτική είναι ένα σκληρό παιχνίδι. Πρώτον, επειδή μπορεί να μετατρέψει πρώην συμμάχους σε εχθρούς, όπως συνέβη με τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ. Δεύτερον, επειδή μένει συγκλονιστικά αδιάφορη απέναντι στην προσωπική μοίρα των ανδρών και των γυναικών που βρίσκονται εγκλωβισμένοι στις φοβερές αντιφάσεις και στην υπεράνθρωπη δίνη που δημιουργεί.

Σιγά σιγά, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ο πατέρας μου είχε ζήσει όλη του τη ζωή, μέχρι την αναχώρησή του για τη Γαλλία, κατά κάποιο τρόπο εν μέσω «εχθρών», με όλο τον φόβο, την αυτολογοκρισία και την καχυποψία που του είχε δημιουργήσει το γεγονός αυτό με την πάροδο των χρόνων. Σιγά σιγά, η αιωνίως χαμηλών τόνων προσωπικότητα του πατέρα μου, που με έκανε να ξεσπάω θυμωμένα και να εξεγείρομαι, άρχισε να βγάζει νόημα. Άρχισα να καταλαβαίνω τις σιωπές του. Στις μέρες μας, είναι συχνό φαινόμενο να βλέπουμε ηλικιωμένους κυρίους και κυρίες σε παρουσιάσεις βιβλίων να υπενθυμίζουν καλοπροαίρετα σε όλους, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ή τον παραμικρό ενδοιασμό, ότι πολέμησαν από τη σωστή πλευρά και ότι ήταν περήφανοι που η χώρα παρέμεινε «ελεύθερη». Υποδεικνύουν τι συνέβη αργότερα σε κάποιες από τις χώρες που βρίσκονταν πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, χώρες όπως η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία, όταν προσπάθησαν να αποκτήσουν κάποια αυτονομία από τη Σοβιετική Ένωση, ως επιπλέον απόδειξη της σωστής κρίσης τους. Πρόκειται για ένα αφοπλιστικό επιχείρημα.

Ωστόσο, αυτός ο τρόπος σκέψης αποσιωπά εντελώς την πολιτική ανωμαλία που χαρακτήριζε τη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία για πάνω από τριάντα χρόνια, για την ακρίβεια, μέχρι την πτώση της Χούντας, το 1974. Επιτρέψτε μου να σας αναφέρω κάποια στοιχεία: Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, το Σύνταγμα της Ελλάδας καταστρατηγούνταν συστηματικά με «νόμους εξαίρεσης», τους οποίους δικαιολογούσε μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», με αποτέλεσμα όλοι οι αριστεροί, οι συνδικαλιστές και οι σοσιαλδημοκράτες να ανάγονται απροκάλυπτα σε εχθρούς του κράτους. Με αυτό το νομικίστικο οπλοστάσιο, το κράτος φυλάκισε και εκτέλεσε χιλιάδες άντρες και γυναίκες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, αλλά και αργότερα. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, θεωρείται ότι έγιναν 5.000 εκτελέσεις, οι οποίες έπεσαν στις 3.000 στα μέσα του 1948. Το 1962 περίπου 1.100 άντρες και γυναίκες συνέχιζαν να κρατούνται στη φυλακή για ενέργειες που είχαν διαπράξει το 1944, στα Δεκεμβριανά, παρότι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ είχε παρέμβει προσωπικά την περίοδο της Συμφωνίας της Βάρκιζας (που υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945), για να δεσμεύσει την ελληνική κυβέρνηση με την αρχή της «μη προγραφής».

Η αρχή της «μη προγραφής» σήμαινε ότι «κανείς, είτε πρωτεργάτης είτε όχι», δεν θα «τιμωρούνταν για τον ρόλο του στην πρόσφατη εξέγερση (στα Δεκεμβριανά)». Κατά τις εκλογικές εκστρατείες, υπήρχε εκτεταμένη βία και νοθεία. Το πιο διαβόητο παράδειγμα έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1961. Οι βίαιες μέθοδοι δεν στοχοποιούσαν μόνο τους αριστερούς, αλλά και τους κεντρώους, τόσο ψηφοφόρους όσο και υποψηφίους. Η καθηλωτική θεσμική ανισορροπία που επικρατούσε, με τον βασιλιά, την κυβέρνηση και κάποιες μυστικές κλίκες στον Στρατό να βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό για τον έλεγχο της εξουσίας, δεν άφηνε την Ελλάδα να εξελιχτεί σε μια ομαλή κοινοβουλευτική δημοκρατία, με ένα λειτουργικό σύστημα διάκρισης των εξουσιών.

Τα υψηλά επίπεδα φτώχειας και αναλφαβητισμού καθώς και μια ατέρμονη ροή μετανάστευσης απομυζούσαν τη χώρα από το ζωντανό δυναμικό της. Η Ελλάδα ήταν ένα αστυνομικό κράτος, με στιβαρό μηχανισμό παρακολούθησης, που δεν δίσταζε να παρακάμψει τα δημοκρατικά δικαιώματα και να καταστείλει τον κοινωνικό αναβρασμό και τις φοιτητικές διαμαρτυρίες. Η Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας και η ΚΥΠ (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών) διατηρούσαν τεράστιο όγκο πληροφοριοδοτών σε κρυφά μισθολόγια, που εκτιμάται ότι έφταναν τους 60.000 το 1962, τους οποίους στρατολογούσαν απευθείας από τον απλό πληθυσμό.

Τελευταίο και μη εξαιρετέο, παράλληλα με το κράτος υπήρχε και δρούσε ένα «βαθύ κράτος» που απαρτιζόταν από ανώτερους λειτουργούς, αξιωματούχους του Στρατού και της Χωροφυλακής και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών. Αυτό το «βαθύ κράτος» κινούσε τα νήματα στο παρασκήνιο της επίσημης εξουσίας, ενώ η δουλειά του ήταν να αποτρέψει με κάθε τρόπο, ακόμα και παράνομο, την άνοδο της Αριστεράς στην εξουσία, είτε μόνης της είτε σε συνασπισμό με το Κέντρο. Αυτό το «βαθύ κράτος» διοχέτευε απίστευτα χρηματικά ποσά σε παραστρατιωτικές οργανώσεις, οι οποίες απαρτίζονταν από πρώην συνεργάτες του Άξονα και από κοινούς εγκληματίες, που δουλειά τους ήταν να τρομοκρατούν τους ανθρώπους οδηγώντας τους σε βουβή υποταγή και να διαλύουν τις πολιτικές συγκεντρώσεις που διοργάνωναν οι αριστεροί ή οι λεγόμενοι «συνοδοιπόροι» τους, όπως οι ειρηνιστές που συνήθως παρουσιάζονταν ως ύπουλοι και επικίνδυνοι κρυπτοκομμουνιστές.

Ανάμεσα στο «επίσημο» κράτος και στο «ανεπίσημο» «βαθύ κράτος» υπήρχε μια μυστική συμφωνία, χάρη στην οποία το πρώτο μπορούσε να εκδηλώσει τον αντικομμουνισμό του με μεγαλύτερη «ελευθερία» ή «ευχέρεια» και το δεύτερο λάμβανε σε αντάλλαγμα υποσχέσεις και διορισμούς σε φορείς που έλεγχε το κυβερνών κόμμα (η ΕΡΕ), άδειες εργασίας για μικροπωλητές, απαλλαγές για ποινικά αδικήματα και την περιστασιακή ή μόνιμη στρατολόγηση στους στρατούς των πληροφοριοδοτών, τους αναπόφευκτους χαφιέδες της Γενικής Διεύθυνσης Εθνικής Ασφάλειας και της ΚΥΠ. Σε αυτή τη θλιβερή κατάσταση είχε περιέλθει το πάλαι ποτέ λίκνο της δημοκρατίας της Ευρώπης τη δεκαετία του ’60. Οι Έλληνες ζούσαν σε ένα γενικότερο κλίμα αυταρχικού ελέγχου και καταπίεσης, το οποίο διέψευδε τους επιπόλαιους και παιδαριώδεις ισχυρισμούς που ενέτασσαν τη χώρα στον ελεύθερο δυτικό κόσμο της εποχής.

Μεγάλωσα στο Παρίσι, μέσα σε μια απατηλή φούσκα, καθώς εκείνη την εποχή η Πόλη του Φωτός ήταν πραγματικό χωνευτήρι. Η οικογένειά μου δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν, και οι ελάχιστες δισταχτικές ερωτήσεις μου συνήθως έπεφταν στο κενό. Οι δικοί μου είχαν εστιαστεί στο μέλλον, όχι στο παρελθόν, γιατί το παρελθόν είχε κατά βάση ένα βαρύ συναισθηματικό φορτίο. Μια μέρα, στο ελληνικό σχολείο όπου φοιτούσα, ο δάσκαλος μας έβαλε να ακούσουμε μια ηχογράφηση της αιματηρής καταστολής της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973. Αυτό ήταν το γεγονός που σήμανε την αρχή του τέλους της επταετούς Δικτατορίας. Θυμάμαι να ακούω να φωνάζουν συνθήματα, τα όμορφα τραγούδια, το αγέρωχο πνεύμα των φοιτητών, τις επανειλημμένες εκκλήσεις τους για αλληλεγγύη, κι έπειτα ξαφνικά τα τανκ να ρίχνουν την πύλη, τα ουρλιαχτά, το απόλυτο χάος και τις σειρήνες των ασθενοφόρων. Εμείς, οι νέοι ξεριζωμένοι Έλληνες, μείναμε όλοι καθηλωμένοι στις θέσεις μας, άφωνοι και τρομοκρατημένοι. Ήταν μια στιγμή έντονων συναισθημάτων. Κι όμως, ποιος ανάμεσά μας καταλάβαινε στ’ αλήθεια τι διακυβευόταν από το καθοριστικό αυτό γεγονός; Σύντομα η ζωή συνέχισε την πορεία της λες και δεν είχε συμβεί τίποτα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η χώρα μου και τα προβλήματά της μου φαίνονταν μακρινά και αφηρημένα, παρά την αίσθηση ότι είχαν διαμορφώσει τη μοίρα μου δυνάμεις που δεν κατανοούσα πλήρως. Αλλά μια μέρα, κατά τύχη, έτυχε να παρακολουθήσω το Ζ, την ταινία του Κώστα Γαβρά με θέμα τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, και η «ευχάριστη» φούσκα άρχισε να διαλύεται σε μια πυκνή ομίχλη που υποχωρούσε στον ορίζοντα. Οι περισσότεροι από τους πολύπλοκους ιστορικούς και πολιτικούς υπαινιγμούς μού διέφευγαν ακόμα. Η εμπειρία της ταινίας ήταν μάλλον εφάμιλλη μιας σχεδόν βίαιης στιγμής που «το συναίσθημα προηγείται της σκέψης», για να δανειστώ τα λόγια του Ιρλανδού στοχαστή Κόνορ Κρουζ Ο’ Μπράιεν. Ωστόσο, αυτή τη φορά, τα συναισθήματα ήταν τόσο ισχυρά, ώστε πυροδότησαν μέσα μου πραγματικά ερωτήματα. Εκ των υστέρων, είναι παράξενο που μια ταινία με επηρέασε τόσο βαθιά, αλλά τότε μου είχε φανεί ότι διέθετε μεγαλύτερη ευγλωττία και μεγαλύτερη υπόσχεση προσωπικής μου αυτογνωσίας από οτιδήποτε άλλο είχα δει ή είχα ακούσει ποτέ.

Κατά κανόνα, εμείς, οι ιστορικοί, υιοθετούμε μια συγκεκριμένη γλώσσα, τη γλώσσα της επιστήμης και της αντικειμενικότητας. Συνεπώς, δεν παραδεχόμαστε εύκολα ότι πίσω από τις διανοητικές αναζητήσεις μας υποφώσκει μια ισχυρή δίνη συναισθημάτων που καθοδηγεί την περιέργεια και τις ερευνητικές επιλογές μας. Κι όμως, κάθε συγγραφέας που αξίζει να ονομάζεται έτσι προσπαθεί συνεχώς να εξισορροπήσει σιωπηλά την ανάγκη να ομολογήσει αυτά τα συναισθήματα με την ανάγκη να τα διοχετεύσει σε έναν ανώτερο δημιουργικό σκοπό. Επιπλέον, οι ιστορικοί πρέπει να προσεγγίζουν το ατομικό παρελθόν χωρίς να ξεχνούν τη γενικότερη εικόνα. Αυτή η συνεχής εγγύτητα και απομάκρυνση είναι που δίνει στην Ιστορία την ιδιαίτερη υπογραφή της ως επιστήμης, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τη μεγαλύτερη δυσκολία και πρόκληση που η επιστήμη αυτή παρουσιάζει.

Αυτός ήταν σίγουρα ο στόχος μου όταν αποφάσισα να εξιστορήσω τη ζωή και τον θάνατο του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ήθελα να αφηγηθώ την ιστορία αυτού του εξαιρετικού ανθρώπου, αλλά και την ιστορία ενός ολόκληρου λαού, με τις έριδες, τις δοκιμασίες και τα λάθη του. Εμείς, οι ιστορικοί, ερευνούμε το παρελθόν, το προσωπικό μας και το συλλογικό παρελθόν, όχι επειδή τρέφουμε κάποια μεγαλειώδη αυταπάτη ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε την απόλυτη αλήθεια. Ξέρουμε ότι αυτό είναι αδύνατον επειδή η ανθρωπότητα αποτελείται από αμέτρητες εμπειρίες, πίσω από τις οποίες κρύβεται κάποιο ειρωνικό δίδαγμα και κάποιο προσωπικό τίμημα που έχει πληρωθεί ακριβά. Αντίθετα, το κάνουμε επειδή μας ωθεί η ανάγκη να καταλάβουμε γιατί αισθανόμαστε και γιατί σκεφτόμαστε έτσι. Είναι το προσωπικό μας συναισθηματικό και διανοητικό περιβάλλον που επιδιώκουμε να εξερευνήσουμε μέσα από τις ακαδημαϊκές ασχολίες μας, εν μέρει για να βιώσουμε όλο το μπερδεμένο μυστήριό του και εν μέρει για να αποδυναμώσουμε την επίδραση που ασκεί πάνω μας.

«Tο συναίσθημα προηγείται της σκέψης, τρόπον τινά, κι έπειτα, φυσικά, η σκέψη το αποτιμά», είπε ο σοφός Κόνορ Κρουζ Ο’ Μπράιεν. Όμως, μπορεί ήδη να αναρωτιέστε ποιος ήταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης, αυτός ο άντρας που η συνταρακτική ιστορία του πυροδότησε όλα αυτά τα θαμμένα συναισθήματα. Ο Λαμπράκης ανήκε σε εκείνους τους ελάχιστους ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να ασκούν απέραντη γοητεία, ίσως επειδή, αντίθετα από τους περισσότερους από εμάς, παραμένουν σταθερά προσδεμένοι στις ηθικές αξίες και στα ιδανικά τους για όλη τους τη ζωή και, ως αποτέλεσμα, εκπέμπουν ένα εκτυφλωτικό φως. Στ’ αλήθεια, ποιος από εμάς, στις «μεταμοντέρνες» δυτικές κοινωνίες της «μετα-αλήθειας», μπορεί να επικαλεστεί τη δύναμη μιας τέτοιας βεβαιότητας;

Σε όλη του τη ζωή, υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένος, και τον διέπνεε ένα ειλικρινές αίσθημα πατριωτισμού. Όμως, το δικό του είδος πατριωτισμού δεν συμβάδιζε με το πνεύμα των ημερών της μεταπολεμικής Ευρώπης, επειδή στόχευε περισσότερο στο να εντάσσει παρά στο να αποκλείει. Ήταν πρώην πρωταθλητής που είχε διακριθεί για τις αθλητικές του ικανότητες. Κατείχε το εθνικό ρεκόρ στο άλμα εις μήκος για είκοσι ένα χρόνια. Αλλά ο αθλητισμός δεν ήταν για αυτόν απλώς μια απαιτητική και ανταγωνιστική φυσική δραστηριότητα. Ούτε όμως ήταν και αυτοσκοπός. Ήταν απλώς μια ευκαιρία να προωθήσει την αμοιβαία κατανόηση και τη συμφιλίωση ανάμεσα σε πρώην άσπονδους εχθρούς. Έτσι, το 1961, με μεγάλο ενθουσιασμό, δήλωσε:
«Ας ξοδέψουμε λιγότερα για τον πόλεμο και περισσότερα για τον στίβο. Άλλωστε, σήμερα Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Γιουγκοσλάβοι και Αλβανοί έχουν ξεχάσει ότι γνωρίστηκαν κάποτε στα χαρακώματα, με το όπλο στο χέρι. Σήμερα αγωνίζονται ποιος θα τρέξει γρηγορότερα και ποιος θα ρίξει μακρύτερα τον δίσκο. Αύριο αυτή η φιλία θα στεριώσει».

Στη νεαρή ηλικία των 38 ετών, έγινε γυναικολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου άνοιξε νέα μονοπάτια στο υπανάπτυκτο τότε πεδίο της γυναικολογικής ενδοκρινολογίας, κερδίζοντας έτσι τον ομόφωνο σεβασμό των μεγαλύτερων συναδέλφων του. Η ενδοκρινολογία είναι ο κλάδος της ιατρικής βιολογίας που ασχολείται με τις ορμονικές διαταραχές οι οποίες οφείλονται σε δυσλειτουργία των αδένων. Αυτές οι ορμονικές διαταραχές μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές ασθένειες, ιδιαίτερα υπογονιμότητα. Με την ακούραστη αφοσίωσή του στις ασθενείς του, την απαράμιλλη ζεστασιά του και επίμονα κλινικά πειράματα, ο Λαμπράκης βοήθησε πολλές γυναίκες, που τα σώματά τους και η ιατρική επιστήμη είχαν καταδικάσει σε στειρότητα, να μείνουν έγκυοι και να γεννήσουν υγιή παιδιά.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονα και του φριχτού χειμώνα του 1941, όταν οι Έλληνες πέθαιναν από την πείνα επειδή οι Ιταλοί και οι Γερμανοί είχαν αρπάξει όλα τα τρόφιμα, ο Λαμπράκης βοηθούσε τους συνανθρώπους του προσφέροντας δωρεάν ιατρική φροντίδα σε εκείνους και στις οικογένειές τους. Επίσης, ίδρυσε μια ειδική ένωση που υποστήριζε τους άρρωστους, άνεργους και φυλακισμένους αθλητές και οργάνωνε αθλητικές εκδηλώσεις, τα έσοδά από τις οποίες δίνονταν για τη διοργάνωση συσσιτίων στις εξαθλιωμένες γειτονιές της πόλης. Στις μάχες των Δεκεμβριανών το 1944, του λεγόμενου «δεύτερου γύρου του Εμφυλίου», αρνήθηκε κατηγορηματικά να επιλέξει ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς του νέου κράτους. Στην κλινική του, προσέφερε τις υπηρεσίες του σε οποιονδήποτε είχε την ατυχία να πληγωθεί από πυροβόλα, όλμους, τουφέκια ή από τα αεροπλάνα του Άγγλου στρατηγού Σκόμπι: σε μαχητές και πολίτες, αντάρτες και κυβερνητικές δυνάμεις εξίσου.

Όμως, το κράτος, που αισθανόταν ότι βρίσκεται σε καθεστώς πολιορκίας, εξέλαβε τη συμπεριληπτική ιατρική πρακτική του ως πράξη προδοσίας. Έτσι, όταν οι Βρετανικές στρατιωτικές ενισχύσεις υπερίσχυσαν των δυνάμεων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, αναγκάζοντάς τες να αποσυρθούν από την περιοχή των Αμπελοκήπων, ο Λαμπράκης, ο οποίος υπέφερε από βαρύ ίκτερο, κατηγορήθηκε ως «άσπλαχνος σφαγέας», ένας «απαίσιος γδάρτης» που είχε «διαπράξει φρικαλέα εγκλήματα». Στις 20 Δεκεμβρίου 1944 συνελήφθη μαζί με τρεις ασθενείς και ρίχτηκε στη φυλακή στο Γουδί. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, μαζί με τον αδερφό του, Θεόδωρο, καρδιολόγο που έχαιρε επίσης γενικού σεβασμού, έκρυψαν στην ιδιωτική κλινική τους στον Πειραιά πολλούς κυνηγημένους αριστερούς. Τους έδιναν ψεύτικες ταυτότητες, λευκές ρόμπες και τους κρατούσαν στην κλινική σαν γιατρούς που εκτελούσαν τα ιατρικά τους καθήκοντα και έκαναν τις καθημερινές επισκέψεις στους θαλάμους. Αυτό ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο, καθώς κάποιοι από τους ασθενείς στην κλινική «Λευκός Σταυρός» ήταν διαπρεπή μέλη του δεξιού πολιτικού κατεστημένου.

Μετά την Απελευθέρωση, ο Λαμπράκης συνέχισε να περιθάλπει δωρεάν τους απόρους, μια φορά τον μήνα στην κλινική του ξαδέρφου του, Κωνσταντίνου Τσουκόπουλου, στην Τρίπολη και μια φορά τη βδομάδα στη δική του κλινική στην Πατησίων. Σε όλη του τη ζωή, συνέχισε να τιμά τον όρκο του Ιπποκράτη, με απαράμιλλη αφοσίωση στην ευημερία του καθενός, τέτοια που μας είναι δύσκολο να τη φανταστούμε σήμερα, που η ιατρική γίνεται περισσότερο από ποτέ αντιληπτή ως μια ακόμα εμπορική συναλλαγή. Όταν εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1961, έκανε τα πάντα για να στρέψει την προσοχή στην άθλια κατάσταση και την κλονισμένη υγεία των πολιτικών κρατούμενων. Παραβρέθηκε σε πολλές δίκες, έμαθε τις προσωπικές τους ιστορίες για να μπορέσει να τους υπερασπίσει καλύτερα από το βήμα της Βουλής και με τα διάφορα διαβήματα που υπέβαλλε προς τους υπουργούς Άμυνας και Δικαιοσύνης για να δοθεί αμνηστία.

Στις 26 Απριλίου 1963 πήγε στο Λονδίνο για να συμπαρασταθεί στην Μπέτυ Αμπατιέλου, σύζυγο του γνωστού συνδικαλιστή και ηγετικής μορφής της Αντίστασης Αντώνη Αμπατιέλου, ο οποίος παρέμενε φυλακισμένος δεκάξι χρόνια. Ήθελε να μεσολαβήσει για να της παραχωρήσει επιτέλους ακρόαση η βασίλισσα Φρειδερίκη. Δεν κατάφερε να τραβήξει την προσοχή της ασυγκίνητης βασίλισσας, όμως στις 29 Απριλίου έκανε τις περίφημες δηλώσεις του στις βρετανικές εφημερίδες, που πήραν διεθνείς διαστάσεις:
«Ήρθα στο Λονδίνο για να ζητήσω από τη βασίλισσα να ακούσει την κυρία Αμπατιέλου, καθώς είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα δεν αποφασίζει ούτε το Κοινοβούλιο ούτε η κυβέρνηση, αλλά η βασίλισσα Φρειδερίκη. Δυστυχώς, η βασίλισσα αρνήθηκε να με συναντήσει, παρότι, ως μέλος του Κοινοβουλίου, εκπροσωπώ τον ελληνικό λαό, ένα λαό που λαχταρά τη δημοκρατία, την ελευθερία και την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων. Θέλω να προειδοποιήσω τη βασίλισσα ότι με την πολιτική της οδηγεί τον Θρόνο στον όλεθρο».
Ο Λαμπράκης δεν συνήθιζε να μασάει τα λόγια του και, κυρίως, δεν φοβόταν να καταδικάσει τον ρόλο του Θρόνου που παρεμπόδιζε το κοπιαστικό και προ πολλού αργοπορημένο έργο της εθνικής συμφιλίωσης και της επιστροφής στη δημοκρατική ομαλότητα.

Είναι λογικό ένας υπέροχος γιατρός σαν κι αυτόν, αφιερωμένος ψυχή τε και σώματι στο μέλλον της ανθρωπότητας, να θορυβηθεί από την ετοιμόρροπη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η παγκόσμια ειρήνη τη δεκαετία του ’60. Το 1962 έγινε Πρόεδρος της Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη, ενός οργανισμού που είχε συστήσει η ΕΔΑ, το μοναδικό αριστερό κόμμα συνασπισμού της εποχής. Η ΕΔΑ τού είχε δώσει απόλυτη ελευθερία να εκπροσωπήσει την επιτροπή, και σύντομα εκείνος αναδείχτηκε στον πιο ικανό και δημοφιλή ηγέτη της. Στην Οξφόρδη, στο Ολντερμάστον, στον Πειραιά και στον Μαραθώνα, έκανε παθιασμένες και ακούραστες εκστρατείες για έναν κόσμο απαλλαγμένο από την απειλή του πυρηνικού αφανισμού. Στις 22 Μαΐου 1963 μετέβη στη Θεσσαλονίκη για να χαιρετήσει επίσημα το άνοιγμα τοπικού παραρτήματος της Επιτροπής Ειρήνης. Για κάποια χρόνια, ακούγονταν επίμονες και έντονες φήμες ότι η ελληνική κυβέρνηση επρόκειτο να δεχτεί την εγκατάσταση αμερικανικών βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Κρήτη ή να επιτρέψει να περάσουν από τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας πύραυλοι Πολάρις, ένα πυρηνικό όπλο που εκτοξεύεται από υποβρύχια. Τον Αύγουστο του 1961, ο Νικίτα Χρουστσόφ είχε μάλιστα προειδοποιήσει ότι, αν η Ελλάδα δεχόταν τους αμερικανικούς πυραύλους, από μια σοβιετική επίθεση δεν θα γλίτωναν «ούτε οι ελαιώνες ούτε η Ακρόπολη». Ο κίνδυνος έμοιαζε πραγματικός επειδή ακόμα και το 1963 ο Τζον Κένεντι πρότεινε τη δημιουργία μεσογειακού στόλου είκοσι πέντε πλοίων για την εκτόξευση αυτών των ειδικών πυραύλων.

Εκείνο το βράδυ στη Θεσσαλονίκη ο Λαμπράκης μίλησε για παγκόσμια ειρήνη και για απόσυρση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ. Στον λόγο του, επανερχόταν διαρκώς η δυναμική φράση «είναι τόσο όμορφο να ζεις για την ειρήνη. Είναι τόσο ευγενές να πεθαίνεις για την ειρήνη».
Μόλις μερικά λεπτά μετά, πέθανε πράγματι για την ειρήνη! Ο Λαμπράκης δολοφονήθηκε εν ψυχρώ, ενώ ήταν περικυκλωμένος από ένα μεγάλο πλήθος τραμπούκων που τον έβριζαν αισχρά και απειλούσαν να τον σκοτώσουν, ακριβώς δίπλα στις εντελώς απαθείς αστυνομικές δυνάμεις. Παρά το γεγονός ότι η κυκλοφορία υποτίθεται πως είχε αποκλειστεί στην περιοχή γύρω από το σημείο της ειρηνιστικής εκδήλωσης, ένα τρίκυκλο εμφανίστηκε από το πουθενά κι έπεσε πάνω του με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ωστόσο, μάρτυρες πρόλαβαν να δουν έναν άντρα να στέκεται στην καρότσα του τρίκυκλου και να τον χτυπάει στο κεφάλι με ένα λοστό. Ο θάνατός του θα μπορούσε άνετα να έχει θεωρηθεί ως «ατυχές αυτοκινητικό δυστύχημα», αν δεν είχε παρέμβει ένας απλός περαστικός που πήδησε στην καρότσα του τρίκυκλου και όρμησε στους δολοφόνους, με αποτέλεσμα ο άντρας που χτύπησε τον Λαμπράκη να χάσει την ισορροπία του και να πέσει από το όχημα, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψη και του οδηγού μερικά λεπτά αργότερα.

Σύντομα, ήρθαν στην επιφάνεια πληροφορίες για τους δράστες και τις σκοτεινές πτυχές αυτής της υπόθεσης χάρη στην επιμονή μιας χούφτας ανδρών που αντιστάθηκαν στις τεράστιες πιέσεις τις οποίες δέχθηκαν από τις πολιτικές και τις δικαστικές αρχές. Αυτοί οι άντρες ήταν ένας ανακριτής, ο Χρήστος Σαρτζετάκης, τρεις εισαγγελείς, ο Δημήτρης Παπαντωνίου, ο Στυλιανός Μπούτης και ο Παύλος Δελαπόρτας, και τρεις δημοσιογράφοι, ο Γιάννης Βούλτεψης (της Αυγής), ο Γιώργος Ρωμαίος (του Βήματος) και ο Γιώργος Μπέρτσος (της Ελευθερίας), που έφτασαν με εξαιρετική επιδεξιότητα στην καρδιά μιας εγκληματικής υπόθεσης, για την οποία η αστυνομία «ένιψε τας χείρας της». Εφόσον δεν υπήρχε αστυνομία που να αξίζει να λέγεται έτσι, με άλλα λόγια, δεν υπήρχε αξιόπιστη ή αμερόληπτη δύναμη, όλες οι σημαντικές πληροφορίες που οι αρμόδιοι δικαστικοί λειτουργοί συνέλλεξαν για να χτίσουν τη δικογραφία προέκυψαν από την έρευνα που έκαναν οι δημοσιογράφοι.

Οι έρευνες των τριών δημοσιογράφων αποκάλυψαν ότι και οι δύο δράστες είχαν βεβαρημένο ποινικό μητρώο και ήταν μέλη της Εθνικής Ένωσης Ελλήνων, μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης που είχε συνεργαστεί με τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Ο επικεφαλής της ένωσης, ο Ξενοφών Γιοσμάς, ήταν πρώην συνεργάτης του Άξονα και είχε διατελέσει διευθυντής του Τμήματος Προπαγάνδας του τάγματος εθελοντών του Γεώργιου Πούλου, ενός από τους πιο αδίστακτους στρατιωτικούς διοικητές του αντικομμουνιστικού στρατοπέδου. Ένα από τα πιο ανησυχητικά ευρήματά τους ήταν ότι ο Γιοσμάς διατηρούσε εγκάρδιες σχέσεις με εκπροσώπους του κράτους και διοργάνωνε τακτικές συναντήσεις ανάμεσα στα μέλη της ένωσης και σε ντόπιους πολιτικούς και αξιωματούχους του Στρατού και της Αστυνομίας, οι οποίες γίνονταν στην Τούμπα, σε ένα καφενείο με το ειρωνικό όνομα «Τα έξι γουρουνάκια» – όνομα που παραπέμπει σε μια αθωότητα η οποία απουσίαζε εντελώς από μια γειτονιά που έβριθε από πρώην συνεργάτες των δυνάμεων του Άξονα.
Αργότερα, ένας λιμενεργάτης, ονόματι Παναγιώτης Μήτσης, αποκάλυψε σε επιστολή του προς τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη ότι ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης, που ήταν διοικητής του 6ου Αστυνομικού Τμήματος Τούμπας (όπου ζούσε ο Μήτσης), είχε στρατολογήσει εκατοντάδες άντρες του υποκόσμου, επίσημα για την προστασία της ζωής του στρατηγού Ντε Γκολ κατά την επίσημη επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη στις 19 Μαΐου 1963, αλλά ανεπίσημα για να «διαλύσει την κομμουνιστική συγκέντρωση για την ειρήνη» στις 22 Μαΐου. Ο Μήτσης παραδεχόταν ότι ο ίδιος, ο Εμμανουηλίδης και ο Γκοτζαμάνης (δηλαδή οι δύο δράστες της δολοφονίας του Λαμπράκη) ανήκαν σε μια οργάνωση που ονομαζόταν Καρφίτσα, από την καρφίτσα που φορούσαν κάτω από το πέτο τα μέλη της ως διακριτικό για να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο στις «απόρρητες αποστολές» τους.

Οι δημοσιογράφοι ανακάλυψαν επίσης μια σειρά από εμπιστευτικά έγγραφα στα αρχεία των Τμημάτων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης της ΚΥΠ, η οποία ήταν τότε άμεσα συνδεδεμένη με το Πολιτικό Γραφείο του αρχηγού της κυβέρνησης. Αυτά τα εμπιστευτικά έγγραφα αποδείκνυαν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι υπήρχε ανέκαθεν μια προνομιακή σχέση ανάμεσα στο κράτος και στους παρακρατικούς. Μεταξύ άλλων, καταδείκνυαν και το γεγονός ότι το κράτος μέσω της ΚΥΠ χρηματοδοτούσε και τις πενήντα παραστρατιωτικές οργανώσεις που ήταν εν ενεργεία εκείνη την εποχή, εκ των οποίων τουλάχιστον οι επτά ήταν νόμιμες. Απόδειξη αυτής της προνομιακής σχέσης ανάμεσα στο κράτος και στους παρακρατικούς ήταν η επιστολή που έστειλε ο Πασχάλης Κόντας, διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του πρωθυπουργού, στον Ιωάννη Χολέβα, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Βορείου Ελλάδος, μόλις είκοσι πέντε μέρες πριν από τη δολοφονία του Λαμπράκη:

… Έλαβα επιστολές από ορισμένες παραστρατιωτικές οργανώσεις της Βορείου Ελλάδος, μεταξύ άλλων από τους Εθνικόφρονες Ελασίτες και την Εθνική Ένωση Ελλήνων [την ομάδα του Ξενοφώντα Γιοσμά], που διαμαρτύρονται για έλλειψη διάθεσης από πλευράς των αρμόδιων φορέων για συντονισμένη αντιμετώπιση των κομμουνιστικών προκλήσεων. Συμμερίζομαι την ανησυχία τους και σας ζητώ να προβείτε, κατόπιν συνεννόησης με το κόμμα, στα αναγκαία βήματα για να διορθωθεί αυτή η κατάσταση…

Αυτά τα εμπιστευτικά έγγραφα αποτύπωναν ξεκάθαρα την υπερβολικά στενή σχέση που είχε το κυβερνών δεξιό κόμμα (η ΕΡΕ) με στοιχεία του υποκόσμου και επιβεβαίωναν την άμεση ανάμειξη των παραστρατιωτικών οργανώσεων στη βία και τη νοθεία των Βουλευτικών Εκλογών του 1961. Έδειχναν ότι τη γενική εποπτεία των οργανώσεων αυτών είχε η ελληνική Χωροφυλακή και η Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας, το σώμα που ήταν υπεύθυνο για τη συνολική επιτήρηση των δραστηριοτήτων της Αριστεράς. Τέλος, αποκάλυπταν λεπτομερώς τις διεργασίες ενός καλοκουρδισμένου «βαθέος κράτους» που κινούσε τα νήματα για να καταστρώσει ένα στρατηγικό αντικομμουνιστικό σχέδιο και παραβίαζε τις αρχές της ισότητας και της δημοκρατίας εντελώς ανεμπόδιστα. Αυτή η δολοφονία έθεσε σε κίνηση μια σειρά από δραματικές πολιτικές εξελίξεις, με πολύ σημαντικές ανάμεσά τους την παραίτηση του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Ιούνιο του 1963, καθώς και το ξαφνικό τέλος του μονοπωλίου της εξουσίας από τη Δεξιά και την εκλογική νίκη του Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου τον επόμενο Νοέμβρη. Επί της ουσίας, ο Καραμανλής ήταν το πρώτο «θύμα» των πολιτικών επιπτώσεων αυτής της δολοφονίας, και αυτό φάνηκε να διαψεύδει την κατηγορία της αντιπολίτευσης ότι ήταν «ηθικός αυτουργός» της. Πράγματι, μοιάζει απίθανο ο Καραμανλής και η κυβέρνησή του να είχαν εμπλακεί σε μια δολοφονία που θα τους εξέθετε πολιτικά σε τέτοιο βαθμό. Όμως, μήπως η κυβέρνηση δεν ήταν απόλυτα ενήμερη για τις παρασκηνιακές δραστηριότητες όλων των σωμάτων και των υπηρεσιών της, όπως και κάποιων προσώπων που είχαν εξουσία στο εσωτερικό τους; Αυτό το ερώτημα παραμένει ανοιχτό.

Η δολοφονία του Λαμπράκη αποτελεί ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν διαφωνίες για το ποιος μπορεί να ήταν υπεύθυνος για αυτή την άνανδρη ενέργεια. Κάποιοι αποδίδουν ευθύνες στη CIA που λέγεται ότι είχε θορυβηθεί από τις προσπάθειες του βουλευτή, μέσα από την υπεράσπιση «της ειρήνης, της δημοκρατίας και της αμνηστίας», να αποκαταστήσει το καλό όνομα της Αριστεράς. Άλλοι κατηγόρησαν τη Φρειδερίκη του Ανόβερου, σύζυγο του βασιλιά Παύλου, επειδή, στις δηλώσεις του στον βρετανικό Τύπο, ο Λαμπράκης είχε καταδικάσει την ακαμψία της στο ζήτημα των πολιτικών κρατούμενων. Άλλοι, πάλι, συνεχίζουν να πιστεύουν το προβοκατόρικο επιχείρημα που διέδιδε ο δεξιός Τύπος, οι φυσικοί αυτουργοί κι ακόμα και οι Αρχές εκείνη την εποχή, ότι η Αριστερά, που χρειαζόταν ένα «μάρτυρα», δεν είχε διστάσει να κατασκευάσει έναν, μεθοδεύοντας κυνικά και προσεχτικά τη δολοφονία.

Μια τέταρτη άποψη, την οποία υιοθέτησαν οι άντρες που διεξήγαγαν τις έρευνες στη θέση της αστυνομίας, ξεχωρίζει την ΕΕΝΑ, τη μυστική οργάνωση στο εσωτερικό των Ενόπλων Δυνάμεων, μέλη της οποίας ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος (το Νο. 1 της μελλοντικής Χούντας) και ο Δημήτριος Ιωαννίδης (το Νο. 2 της μελλοντικής Χούντας). Οι άντρες αυτοί υποστήριξαν ότι ο Παπαδόπουλος και ο Ιωαννίδης ποντάρισαν στο ενδεχόμενο να προκληθεί τόσο μεγάλη λαϊκή αγανάκτηση και γενικό πανδαιμόνιο, ώστε να δικαιολογεί την επέμβασή τους με ένα πραξικόπημα. Μπορεί να μη μάθουμε ποτέ ποιος ήταν ο ιθύνων νους. Ωστόσο, είναι αδύνατον να αγνοήσουμε ότι υπήρχε ένα «βαθύ κράτος», ότι κάποιες κρατικές υπηρεσίες παρέβησαν τα καθήκοντά τους και ξεπέρασαν τα όρια εντός των οποίων θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογος ο αγώνας ενάντια στον κομμουνισμό, καθώς χρησιμοποίησαν δημόσιους πόρους για να χρηματοδοτούν ομάδες τραμπούκων και να τους αναθέτουν και «επικίνδυνες αποστολές». Ούτε μπορούμε να ξεχάσουμε ότι πολλοί από τους ανώτερους αξιωματούχους του «βαθέος κράτους», οι οποίοι ενεπλάκησαν στο σαμποτάρισμα μιας πολιτικής επανόδου της Αριστεράς και στην υπονόμευση της δημοκρατίας, που προηγήθηκε της Δικτατορίας, είχαν ιστορικό συνεργασίας με τους κατακτητές.

Τα τραύματα που υπέστη ο Λαμπράκης ήταν θανάσιμα, και μετά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο οι γιατροί σύντομα ανακοίνωσαν ότι ήταν «κλινικά νεκρός». Οι δολοφόνοι τον είχαν χτυπήσει στο κεφάλι, αναμφίβολα το πιο εύθραυστο μέρος στο σώμα ενός ανθρώπου και έδρα του υπέροχου μυαλού και της ψυχής του, αυτό το μυστικό μέρος όπου, πέρα από κάθε προσδοκία, φτερούγιζαν ζωηρά και πετούσαν ελεύθερα τα όνειρά του για μια διαφορετική Ελλάδα και ένα διαφορετικό κόσμο. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν μόλις 51 ετών και ένας από τους ελάχιστους άντρες που θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει τη μοίρα της Ελλάδας. Το υπόλοιπα ανήκουν στην Ιστορία!

*Η Εύη Γκοτζαρίδη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Βρετανικής Πολιτικής Ιστορίας στο Université Polytechnique Hauts-de-France