Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Υγείας το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ Ελλάδας και το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ διοργάνωσαν διημερίδα με θέμα “Δημόσια Υγεία: για μια εναλλακτική στρατηγική – H προοδευτική απάντηση στις ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση του δημόσιου συστήματος υγείας και τις ανισότητες” στις 5 και 6 Απριλίου στο Ηράκλειο Κρήτης.
Στις τέσσερις θεματικές ενότητες της διημερίδας συμμετείχαν ως εισηγητές πανεπιστημιακοί, υγειονομικοί, ειδικοί για την πολιτική υγείας, συνδικαλιστές του υγειονομικού τομέα από την Ελλάδα και το εξωτερικό, εκπρόσωποι ασθενών, βουλευτές και στελέχη πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς από την Ελλάδα και την Κύπρο καθώς και του γερμανικού κόμματος Die Linke, ενώ στο διάλογο που αναπτύχθηκε πήραν μέρος εργαζόμενοι του Εθνικού Συστήματος Υγείας, φοιτητές Ιατρικής, καθώς και πολίτες που συμμετέχουν σε συλλόγους ασθενών και κινήματα για τη δημόσια υγεία.
Η βασική διαπίστωση όλων των συνομιλητών, ήταν ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική και οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα, αλλά και τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, έχουν οδηγήσει – όπως ήταν αναμενόμενο – σε διάλυση τις δημόσιες δομές υγείας, έχουν εξουθενώσει εργασιακά και μισθολογικά το προσωπικό τους, με αποτέλεσμα ένα κύμα παραίτησης ιατρών από δημόσιες δομές υγείας ειδικά στην περιφέρεια, αλλά και έχουν επιβαρύνει δυσβάστακτα τους πολίτες με εκτίναξη των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών ή/και της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, απομειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα. Αυτό το μείγμα πολιτικής, το οποίο εντείνεται, έχει επιδεινώσει το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών, αυξάνοντας παράλληλα τις ακάλυπτες ανάγκες υγείας των ανθρώπων και τις υγειονομικές ανισότητες. Ως αποτέλεσμα, η κακή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η δημόσια υγεία αποτελεί έναν ακόμα σημαντικό παράγοντα που ενισχύει το κλίμα ανασφάλειας στην κοινωνία και την κρίση εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς και στο Κράτος Δικαίου, δημιουργώντας ευνοϊκό έδαφος για την άνοδο της Ακροδεξιάς.
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες «λειτουργικά» ανασφάλιστοι πολίτες, έχοντας επιστρέψει στην προ-ΕΣΥ κατάσταση. Η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (2023) είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα στις ανικανοποίητες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης λόγω κόστους (9,4% των πολιτών, ενώ στην ΕΕ είναι 1%), πρώτη στις ιδιωτικές δαπάνες υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ (40%, με μέσο όρο στην ΕΕ το 15%) και στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τη δημόσια χρηματοδότηση του συστήματος υγείας.
Ειδικότερα η Κρήτη, στην οποία πραγματοποιήθηκε η διημερίδα, είναι μια περιφέρεια με ραγδαία επιδείνωση των προβλημάτων του ΕΣΥ, με μεγάλες ενδοπεριφερειακές ανισότητες στις παρεχόμενες υπηρεσίες νοσοκομειακής περίθαλψης και με ανάπτυξη μαζικών κινητοποιήσεων το τελευταίο διάστημα για την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας.
Η εμπειρία της πανδημίας covid-19 έδειξε ότι μόνο τα δημόσια συστήματα υγείας – και όχι η αγορά – μπορούν να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες υγειονομικές απειλές και να καλύψουν ισότιμα και καθολικά τις ανάγκες αξιόπιστης και δωρεάν φροντίδας των ανθρώπων. Η Ευρώπη, μετά το «διάλειμμα αλληλεγγύης» μέσα από την κοινή προμήθεια εμβολίων και φαρμάκων κατά του SARS-CoV-2 και τη χρηματοδότηση των κρατών-μελών μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), επέστρεψε στην πολιτική των δημοσιονομικών περιορισμών, της έλλειψης συνοχής και της λιτότητας, για την οποία τα κοινωνικά ζητήματα δεν αποτελούν προτεραιότητα.
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η ΕΕ στρέφεται ανοιχτά στην «οικονομία του πολέμου» με το ReArm Europe και την επιπλέον αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κάθε χώρας κατά 1,5% του ΑΕΠ, στερώντας πολύτιμους νέους πόρους από τα συστήματα υγείας και την «οικονομία της φροντίδας». Ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα που ήδη διαθέτει το 3,23% του ΑΕΠ της σε στρατιωτικές δαπάνες, αυτό θα είναι οικονομικά και κοινωνικά καταστροφικό, ενταφιάζοντας κάθε δυνατότητα ανασυγκρότησης της δημόσιας φροντίδας υγείας στο μέλλον. Το ίδιο ισχύει για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, στα οποία ο σχεδιασμός για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών έχει δρομολογήσει περικοπές σε συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα και παροχές υγείας, ένα ευρωπαϊκό “disarm” του κοινωνικού κράτους και των συστημάτων υγείας.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση, το φαινόμενο της επιστημονικής μετανάστευσης (brain-drain) των επαγγελματιών υγείας, ως σύμπτωμα της ακολουθούμενης πολιτικής συνταγής, είναι μια πραγματικότητα πλέον σε πολλές χώρες της Ευρώπης, που στερεί πολύτιμο υγειονομικό δυναμικό από τα εθνικά συστήματα υγείας. Παράλληλα, η απόλυτη ευελιξία και η πανσπερμία μορφών εργασιακών σχέσεων στα συστήματα υγείας και στα «πιο άτυπα» δίκτυα φροντίδας υγείας είναι ένας κρίσιμος, ανασταλτικός παράγοντας στην εύρεση εργατικού δυναμικού για τις υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής φροντίδας, ενώ προκαλεί νέα προβλήματα στις εργασιακές συνθήκες και στη συνδικαλιστική οργάνωση στον τομέα της υγείας.
Η πανευρωπαϊκή δικτύωση συνδικάτων και κινημάτων που διεκδικούν αναβαθμισμένες δημόσιες υπηρεσίες υγείας και σεβασμό των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας τόσο των υγειονομικών όσο και των ασθενών, πρέπει να είναι κορυφαία προτεραιότητα.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση είναι επείγον να διαμορφωθεί μια αξιόπιστη εναλλακτική στρατηγική για τη δημόσια υγεία, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πολύ εποικοδομητική συζήτηση στη διημερίδα εκεί επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Μια στρατηγική που θα αμφισβητήσει αξιακά, προγραμματικά και πολιτικά το νεοφιλελευθερισμό και τις ιδιωτικοποιήσεις στην Υγεία, αλλά και θα ενισχύσει τις συλλογικές αντιστάσεις στην κατεδάφιση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας και τη δικτύωση συνδικάτων και κινημάτων, με στόχο την υπεράσπιση του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία και την εξάλειψη των αποκλεισμών και των ανισοτήτων.
Η προοδευτική απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις για την πολιτική υγείας (αύξηση προσδόκιμου ζωής και γηριατρική φροντίδα, αξιοποίηση τεχνητής νοημοσύνης, βιώσιμη χρηματοδότηση των συστημάτων, ισότιμη πρόσβαση στην καινοτομία, «δίκαιες» τιμές στα φάρμακα υψηλού κόστους κλπ), καθώς και στις σύγχρονες υγειονομικές απειλές (νέοι μεταδοτικοί ιοί, καρκίνος, αυτοάνοσα νοσήματα, ψυχικά νοσήματα, επαγγελματικές ασθένειες, κλιματική κρίση κλπ), είναι η γενναία επένδυση σε ανθεκτικά και ποιοτικά δημόσια συστήματα καθολικής κάλυψης υγείας, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Στρατηγικός στόχος οφείλει να είναι η ίδρυση του νέου ΕΣΥ, ως συλλογική κοινωνική ανάγκη και απαίτηση, κάτι που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί στο πλαίσιο μιας συνδικαλιστικής διεκδίκησης.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να γίνει προτεραιότητα η πρόσθετη χρηματοδότηση των δημόσιων συστημάτων υγείας σε σταθερή βάση. Στην Ελλάδα είναι απαραίτητη η σύγκλιση της τακτικής χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό ως ποσοστό του ΑΕΠ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 7,4%, η ανακατανομή δημόσιων πόρων από τον ιδιωτικό προς τον δημόσιο τομέα και η θεμελίωση αποδοτικών μηχανισμών ρύθμισης και ελέγχου της ιδιωτικής αγοράς υγείας.
Παράλληλα, τα δημόσια συστήματα υγείας θα πρέπει να προετοιμαστούν για τις προκλήσεις του μέλλοντος, με την ενσωμάτωση και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για την παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας σε όλες και όλους.
Κλείνοντας, το κεντρικό συμπέρασμα που προέκυψε από τη διημερίδα για την Παγκόσμια Ημέρα Υγείας, είναι ότι κύριο πρόταγμα για τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις και τη συνεργασία τους στην Ελλάδα και την Ευρώπη πρέπει να γίνει η εναλλακτική στρατηγική για τη Δημόσια Υγεία.