ΟΙ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ –15 έως 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020: ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΚΡΑΙΩΝ ΚΑΙΡΙΚΩΝ ΚΑΙ …ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ
Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Η «Μήδεια» εκθέτει την κρατική μηχανή της πολιτικής προστασίας και η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την υπόθεση Λιγνάδη. Η Βουλή όμως συνεχίζει να ψηφίζει ανεπηρέαστη νομοσχέδια εύνοιας για τα τηλεοπτικά ΜΜΕ. Οι οικονομικοί υπουργοί της παραδέχονται ότι η οικονομική κρίση πλήττει τους πάντες …εκτός από τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Την εβδομάδα αυτή καταγράφθηκαν ακραία καιρικά αλλά και …πολιτικά φαινόμενα που είχαν την αντανάκλασή τους και στο κοινοβούλιο. Η κακοκαιρία «Μήδεια» παρέλυσε για 2 ημέρες την χώρα αποκαλύπτοντας την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού για ζητήματα πολιτικής προστασίας. Η αντιπαράθεση ανάμεσα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση για τα ζητήματα αυτά έφθασε και στην αίθουσα της Βουλής παρά το γεγονός ότι δεν συζητήθηκε κανένα σχετικό νομοσχέδιο. Την εβδομάδα αυτή επίσης κορυφώθηκε η πολιτική αντιπαράθεση που αφορά τις καταγγελίες για την υπόθεση του παραιτηθέντα καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη που αντιμετωπίζει ποινική έρευνα μετά από καταγγελίες για βιασμούς. Το θέμα αυτό πάντως αναμένεται να απασχολήσει την Βουλή το επόμενο διάστημα αφού ήδη έχουν κατατεθεί ερωτήσεις της αντιπολίτευσης για το ζήτημα αυτό.
Σε νομοθετικό επίπεδο πάντως η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας συνέχισε κατά την διάρκεια της εβδομάδας την ψήφιση νομοσχεδίων ενώ ενθαρρύνθηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να αυξήσει περισσότερο τους ρυθμούς νομοθετικής παραγωγής.
Κ. Μητσοτάκης: Συνεχίζουμε με τον ίδιο ρυθμό
Το μήνυμα ότι η Βουλή πρέπει να συνεχίσει να ψηφίζει δίχως μείωση ρυθμών νομοσχέδια που υλοποιούν τον πολιτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης κυρίως στους τομείς της οικονομίας, της ενέργειας, της παιδείας και των παραγωγικών δομών έδωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συγκαλώντας συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας. Μάλιστα «μετέφρασε» αιτήματα των κομμάτων της αριστεράς προκειμένου να μην ψηφιστούν νομοσχέδια που προκαλούν κοινωνικές αντιδράσεις (όπως π.χ αυτό για την αστυνομία στα πανεπιστήμια) ως …προσπάθεια παρεμπόδισης της δημοκρατικής λειτουργίας.
«Το κοινοβούλιο λειτουργεί υποδειγματικά» είπε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός τονίζοντας πως «θα συνεχίσουμε να επιταχύνουμε το κυβερνητικό μας έργο και να αντιπαρερχόμαστε την κριτική μιας αντιπολίτευσης η οποία είναι κατώτερη των περιστάσεων, με τα έργα μας και όχι με τα λόγια μας. Έχουμε μία αντιπολίτευση η οποία περίπου μας ζητά να βάλουμε το Κοινοβούλιο σε καραντίνα. Η απάντησή μας είναι σαφής: η Δημοκρατία δεν μπαίνει σε καραντίνα και οι μεταρρυθμίσεις συνεχίζονται και θα συνεχίζονται με ακόμα μεγαλύτερη ένταση».
Η κίνηση στόχευσε στο να επιβεβαιώσει την προώθηση του κυβερνητικού νεοφιλελεύθερού προγράμματος σε συνθήκες πανδημίας, προκειμένου να αξιοποιηθεί στο έπακρο το καθεστώς περιορισμών στο οποίο υπόκειται η κοινωνία. Επίσης όμως αποτέλεσε και απάντηση στην πρωτοβουλία που έλαβε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας να επισκεφθεί τον πρόεδρο της Βουλής, Κώστα Τασούλα κάνοντας διάβημα για την λειτουργία της Βουλής. Μεταξύ άλλων το διάβημα αφορούσε και την προώθηση νομοσχεδίων με ταχύτατες διαδικασίες, ρυθμίσεις και τροπολογίας της τελευταίας στιγμής όπως και την τάση της κυβέρνησης να περνά αυτή την περίοδο τα νομοσχέδια που γνωρίζει ότι θα συναντήσουν αντιστάσεις.
Το νομοσχέδιο για τα ΜΜΕ
Στην «γραμμή» των κατευθύνσεων που έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης την εβδομάδα αυτή ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που μεταξύ άλλων απαλλάσσει τις εταιρίες που διαθέτουν ιδιωτικά κανάλια από την υποχρέωση καταβολής τέλους συχνοτήτων. Επίσης ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για το νέο μισθολόγιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσιονομικών Εσόδων (ΑΑΔΕ). Μεταξύ άλλων στο νομοθέτημα αυτό θεσμοθετείται ειδικό μπόνους στα στελέχη της ανεξάρτητης αρχής (που υπάγεται στον έλεγχο της Ε.Ε) που σχετίζονται με το ύψος των δημοσιονομικών εσόδων που θα συλλέξουν. Ρύθμιση που – όπως κατήγγειλε η αντιπολίτευση – στοχεύει στην περεταίρω πίεση των μικρομεσαίων και ασθενέστερων στρωμάτων για την καταβολή φόρων.
Ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν από την οικονομική κρίση.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες αυτή την εβδομάδα ήταν οι τοποθετήσεις των βασικών εκπροσώπων του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης που πραγματοποιήθηκαν είτε στο πλαίσιο της συζήτησης του νομοσχεδίου για το νέο μισθολόγιο της ΑΑΔΕ, είτε στο πλαίσιο ενημέρωσης που πραγματοποιήθηκε στην επιτροπή Οικονομικών της Βουλής για την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Από τις απόψεις που κατέθεσαν έγινε σαφές ότι η οικονομική κρίση που ακολουθεί την υγειονομική δεν έχει επιπτώσεις στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια αλλά και ούτε και στις μεγάλες Ανώνυμες Εταιρίες. Αντιθέτως οι τράπεζες βρίσκονται να έχουν ενισχυμένη ρευστότητα που σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στην αύξηση καταθέσεων που καταγράφεται στις επιχειρήσεις. Ιδίως μάλιστα αυτές που πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια.
Η πηγή μάλιστα της αύξησης των εταιρικών καταθέσεων οφείλεται κατά βάση στον επιδοτούμενο δανεισμό τους από τις υποδομές που έχουν δημιουργηθεί εξαιτίας της πανδημίας και χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό. Με κυριότερη την περίφημη Τράπεζα Επενδύσεων και το πρόγραμμα χορήγησης δανείων με επιδοτούμενο επιτόκιο.
Αποκαλυπτική για το τι συμβαίνει ήταν η τοποθέτηση που έκανε στην Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης αναφερόμενος στα κονδύλια που δαπανώνται για τις ενισχύσεις των επιχειρήσεων λόγω πανδημίας. Επισήμανε ότι υπάρχουν δύο ειδών ενισχύσεις οι απευθείας επιδοτήσεις από το κράτος σε επιχειρήσεις που κατά κύριο λόγο καταλήγουν στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αλλά και τα δάνεια που επιδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σε αυτή την δεύτερη κατηγορία σπανίως συμπεριλαμβάνονται μικρομεσαίες επιχειρήσεις αφού όπως επισήμανε «πολλές γιατί δεν γίνονταν λόγω του προφίλ τους και πολλές γιατί δεν υπήρχε χρόνος σε μερικούς μήνες να φτιαχτεί τραπεζικό προφίλ». Ειδικά όμως για τα δάνεια αυτά ο Θόδωρος Σκυλακάκης παραδέχθηκε ότι σε σημαντικό βαθμό καταλήγουν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των μεγάλων επιχειρήσεων. Μάλιστα χαρακτηριστικά σημείωσε ότι αποθησαύριση μπορεί να έχει γίνει συμβεί «σε περιπτώσεις δανείων. Με δεδομένο ότι υπάρχει μία αύξηση των καταθέσεων που μόνον κατά ένα μέρος μπορεί να προέρχεται από αναβολή επενδύσεων».
Τον ισχυρισμό του Θόδωρου Σκυλακάκη επιβεβαίωσε και η τοποθέτηση του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα. Αναφερόμενος στα τραπεζικά ιδρύματα επισήμανε ότι «η ρευστότητα βελτιώθηκε αισθητά. Υπήρξε πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 26 δισ. ευρώ μεταξύ Ιουνίου 2019 και Δεκεμβρίου 2020». Δήλωσε μάλιστα ότι «η άνοδος, προήλθε, κατά κύριο λόγο, από τον τομέα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ιδίως από καταθέσεις νοικοκυριών, εξαιτίας της προληπτικής αποταμίευσης, της αναστολής καταναλωτικών δαπανών και των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης της Ελληνικής Κυβέρνησης. Επιπρόσθετα, η αυξημένη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών, την περίοδο της πανδημίας, επηρέασε ευνοϊκά την εξέλιξη των επιχειρηματικών καταθέσεων».
Όμως οι παραδοχές των δύο υπουργών δεν τους εμπόδισαν να υποστηρίξουν αμφότεροι την εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα με γνώμονα την μείωση των κόκκινων δανείων. Του νομοθετικού πλαισίου δηλαδή που δίνει την δυνατότητα στις τράπεζες να οδηγούν στην πτώχευση ακόμη και φυσικά πρόσωπα προχωρώντας σε κατασχέσεις μικρών επιχειρήσεων και φυσικά σε πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας.
Μετρό και …πλατεία Εξαρχείων
Τέλος ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε και η παρέμβαση που έκανε ο υπουργός Μεταφορών Κωνσταντίνος Αχ.Καραμανλής. Κυρίως επειδή ενημερώνοντας την αρμόδια επιτροπή της Βουλής για τα ζητήματα της επέκτασης του Μετρό, ενέπλεξε και την …πλατεία Εξαρχείων. Πιο συγκεκριμένα ο υπουργός Μεταφορών δήλωσε ότι προϋπόθεση για την εξέλιξη των έργων της γραμμής 4 Άλσος Βείκου – Γουδή αποτελεί η δημιουργία εργοταξίου στην πλατεία Εξαρχείων. Κάλεσε μάλιστα την αντιπολίτευση να συμβάλλει για την ομαλή διεξαγωγή των εργασιών, υπονοώντας σαφώς ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις στην συγκεκριμένη περιοχή. Μια παρατήρηση που προκάλεσε τον σχολιασμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης αφού επισημάνθηκε ότι το στοιχείο της καταστολής και της αστυνόμευσης φαίνεται να μην λείπει από κανέναν τομέα άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής.