Η Επιτροπή για την κοινωνικοποίηση των μεγάλων στεγαστικών αποθεμάτων εταιριών διαπιστώνει μετά από λεπτομερή εξέταση: Η κοινωνικοποίηση είναι συνταγματικά και συμβατή και αναγκαία.
της Σαμπίνε Νους
Μετάφραση: Σοφία Λαλοπούλου
Ο Όλαφ Σόλτς, άμα τη αναλήψει της θητείας του το 2021, δεν θα μπορούσε να θέσει πιο φιλόδοξο κυβερνητικό στόχο: κάθε χρόνο πρέπει στη Γερμανία να κατασκευάζονται 400.000 διαμερίσματα. Στα τέλη Μαΐου 2023, ο καγκελάριος τόνισε ότι θέλει να τηρήσει αυτόν τον στόχο «ακόμη και αν οι καιροί είναι χαλεποί αυτήν τη στιγμή». Λίγες εβδομάδες αργότερα, στα τέλη Ιουνίου 2023, το Ινστιτούτο Ifo δημοσίευσε τα τελευταία στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η κατασκευή κατοικιών θα συνεχίσει να συρρικνώνεται τα επόμενα χρόνια- για πολλούς και διαφορετικούς λόγους: αυξανόμενα επιτόκια και κόστος κατασκευής, μείωση κρατικών επιδοτήσεων, υψηλές τιμές οικοδομήσιμης γης. Συνεπώς, η κρίση στον τομέα της στέγασης επιδεινώνεται. Και εδώ και καιρό πλήττει όχι μόνο εκείνους που στον δημόσιο διάλογο χαρακτηρίζοντα «κοινωνικά αδύναμοι» (αντί του ακριβέστερου «εξαναγκασμένα κοινωνικά αδύναμοι»).
Και ενώ συμβαίνουν τα παραπάνω, σχεδόν ταυτόχρονα, αναδύεται μια λύση για την κρίση στέγασης που μέχρι στιγμής έτυχε ελάχιστης προσοχής: η κοινωνικοποίηση. Εν συντομία, πρόκειται για τη μετατροπή της ιδιωτικής, ιδιοτελούς εξουσίας διάθεσης των μέσων διαβίωσης σε δημόσια και μη κερδοσκοπική εξουσία διάθεσης. Το θέμα τέθηκε για πρώτη φορά στο τραπέζι μετά από ένα δημοψήφισμα στο Βερολίνο τον Σεπτέμβριο του 2021- τότε μια ξεκάθαρη πλειοψηφία ψήφισε υπέρ ενός νομοσχεδίου για την κοινωνικοποίηση των μεγάλων, αποκλειστικά κερδοσκοπικών εταιρειών ακινήτων.Αιφνιδιασμένη και ίσως κάπως τρομαγμένη από αυτή την εκλογική βούληση, η Γερουσία του κρατιδίου του Βερολίνου συνέστησε άρον άρον την «Επιτροπή για την κοινωνικοποίηση των μεγάλων στεγαστικών αποθεμάτων εταιριών». Δεκατρείς εμπειρογνώμονες επρόκειτο να περάσουν ένα χρόνο εξετάζοντας αν και πώς η εφαρμογή θα ήταν τουλάχιστον συμβατή με το Σύνταγμα. Στις 28 Ιουνίου, οι εμπειρογνώμονες παρουσίασαν στη συνέχεια τα πορίσματά τους στο Ρότες Ρατχάουζ. Πολλοί από το ακροάτηριο εξεπλάγησαν από το συμπέρασμα ότι η κοινωνικοποίηση ήταν όχι μόνο νομικά δυνατή και συνταγματικά ενδεδειγμένη, αλλά και αναγκαία. Κεραυνός εν αιθρία.
Πρόεδρος της επιτροπής δεν ήταν κάποιος πολιτικός ακτιβιστής ύποπτος για σοσιαλισμό, αλλά η πρώην ομοσπονδιακή υπουργός Δικαιοσύνης Χέρτα Ντόιμπλερ-Γκμέλιν. Μεταξύ των μελών συγκαταλέγονταν καθηγητές αστικής ανάπτυξης, δημοσίου δικαίου, ένας πρώην ομοσπονδιακός συνταγματικός δικαστής, και η εκπρόσωπος του διοικητικού συμβουλίου μιας τράπεζας. Στην αξιολόγηση που συνέταξαν οι εμπειρογνώμονές της, η επιτροπή προχώρησε πέρα από το ζήτημα της συνταγματικής συμβατότητας. Μία από τις κεντρικές αποφάνσεις ήταν ότι η κοινωνικοποίηση θα μπορούσε να σταματήσει την έκρηξη των ενοικίων στο Βερολίνο. Εάν το πρότζεκτ κοινωνικοποίησης περιλάβει, όπως εκτιμάται, σχεδόν 222.000 διαμερίσματα, η κοινωνικοποίηση θα ανέλθει στο περίπου 13,5% των 1,6 εκατομμυρίων ενοικιαζομένων διαμερισμάτων στο Βερολίνο. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το μέγεθος, δεν είναι καθόλου απίθανο το πρότζεκτ να έχει επίσης μειωτική επίδραση στα ενοίκια του μη κοινωνικοποιημένου χαρτοφυλακίου, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Ο λόγος: τα ευνοϊκότερα ενοίκια στο χαρτοφυλάκιο των κοινωνικοποιημένων διαμερισμάτων θα συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό του τοπικού συγκριτικού ενοικίου. Τα ενοίκια στο κοινωνικοποιημένο χαρτοφυλάκιο θα έχουν ήδη μειωθεί απλώς και μόνο επειδή δεν χρησιμοποιούνται πλέον για την απόδοση μερισμάτων στους μετόχους της ιδιοκτήτριας εταιρίας.Ο οργανισμός δημοσίου δικαίου ή κάποιος άλλος δημόσιος φορέας που θα διαχειρίζεται τα κοινωνικοποιημένα ακίνητα, ως εκμισθωτής πλέον θα δεσμευόταν μόνιμα στην υπηρεσία του κοινού καλού. Το μέρος του ενοικίου που τώρα εξυπηρετεί την πληρωμή μερισμάτων στους μετόχους των εταιριών ακινήτων δεν θα χρειάζεται καν να υπάρχει πλέον. Επειδή σήμερα δεν υπάρχουν προφανείς τρόποι για να έχουμε ένα παρόμοιο αποτέλεσμα, οι εμπειρογνώμονες θεωρούν τη μεταβίβαση των χαρτοφυλακίων ακινήτων στη δημόσια ιδιοκτησία ακόμη ακόμη και αναγκαιότητα.
Όσον αφορά το θέμα των νέων οικοδομών, καταρρίπτεται επίσης ένας πανταχού παρών μύθος που επαναλαμβάνεται σαν μάντρα: «Η αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα δεν αποτελεί εναλλακτική λύση προκειμένου να προσφέρονται μονίμως κατοικίες με προσιτό ενοίκιο», σύμφωνα με την εκτενή έκθεση της επιτροπής. Κι αυτό επειδή η οικοδόμηση νέων κατοικιών θα λύσει την κρίση στέγασης μόνον εφόσον εγγυάται προσιτά ενοίκια. Ωστόσο η ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει κατοικίες με προσιτά ενοίκια, αλλά κέρδος. Στα οικονομικά, αυτό ονομάζεται trade-off: μια σύγκρουση μεταξύ δύο ή περισσότερων αντίθετων στόχων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή θεωρεί περιττές τις νέες οικοδομές- αντιθέτως: νέες κατασκευες από τον δημοσιο φορέα, τον μόνιμα δεσμευμένο στο κοινό καλό, θα δημιουργούσε επίσης κατοικίες με προσιτά ενοίκια.
Το ότι η έκθεση της επιτροπής αποτελεί αγκάθι στο μάτι πολιτικών ευρέως φάσματος (από κυβερνώντες συντηρητικούς, ως δεξιούς φιλελεύθερους, αλλά και ορισμένους σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς στο Βερολίνο) δεν εκπλήσσει. Το μόνο που βλέπουν είναι η ελεύθερη αγορά: αυτή και μόνο κάνει τα πάντα καλύτερα. Ωστόσο, είναι στοιχειώδης γνώση ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο είναι διατεθειμένο να οικοδομήσει κατοικίες προσιτών ενοικιών μόνο εφόσον το κράτος διοχετεύει επαρκείς επιδοτήσεις ώστε η οικοδόμηση να είναι κερδοφόρα. Εδώ δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο αν μπορούμε να μιλάμε ακόμα για ελεύθερη αγορά, αλλά το ότι με αυτόν τον τρόπο ο δημόσιος πλούτος χρησιμοποιείται για άλλη μια φορά προκειμένου να αυξηθεί ο ιδιωτικός πλούτος είναι ήδη ολοφάνερο. Το αν οι πολιτικοί της κεντρικής σκηνής ασκούν συνειδητά πολιτικές υπέρ εκείνων που ενδιαφέρονται μόνο για την αύξηση του κεφαλαίου τους ή αν όντως δεν έχουν ιδέα ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο χρησιμοποιεί το κράτος και το λεγόμενο κοινό καλό με τρόπο κατά βάση ιδιοτελή, δεν θα το εξετάσω εδώ. Η πίστη ότι το ιδιωτικό όφελος θα αύξανε ως εκ θαύματος το κοινό όφελος, αυτή η αγαπημένη χίμαιρα των απολογητών της αγοράς, είναι αρχαία στην ιστορία των ιδεών, πράγμα που δεν την καθιστά περισσότερο σωστή. Ο Μαρξ το είχε ήδη δείξει: επειδή ο καθένας εργάζεται μόνο για τον εαυτό του και κανείς για κανέναν άλλον, έγραφε με το συνηθισμένο ειρωνικό και δηκτικό του ύφος, όλοι, «ως αποτέλεσμα μιας προκαθορισμένης αρμονίας των πραγμάτων ή υπό την αιγίδα μιας παμπόνηρης Πρόνοιας» (Το Κεφάλαιο, τ.1, σ.150, εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2016) ολοκληρώνουν «απλώς το έργο του αμοιβαίου όφελος τους, του κοινού οφέλους, του κοινού συμφέροντος».
Όπως και να’ χει, η Γερουσία του Βερολίνου λειτουργεί ως ο χρήσιμος ηλίθιος για το κατασκευαστικό κεφάλαιο, στρώνοντάς του το κόκκινο χαλί όπου μπορεί, όχι μόνο επειδή η αυτοπεποίθηση για τη δική της οικοδομική ικανότητα έχει εξαφανιστεί εντελώς (σε ορισμένες περιπτώσεις δικαίως, π.χ. στην περίπτωση του καινούργιου αεροδρομίου του Βερολίνου). Είναι επίσης επειδή η ιδεολογία του «οι ιδιώτες μπορούν καλύτερα» είναι τόσο βαθιά χαραγμένη στο μυαλό των ανθρώπων που και το πιο δραστικό παράδειγμα της κοινωνικής ζημίας που προκαλεί η ιδιωτικοποίηση δεν μπορεί να ανοίξει τα μάτια. Είναι αυτό το μείγμα πολιτικής συμφερόντων, πολιτικής αφέλειας, και ιδεολογικής τύφλωσης που θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει γιατί οι βασικοί πρωταγωνιστές στη Γερουσία του Βερολίνου φαίνονται να μην γνωρίζουν το τι επεξεργάζεται εδώ και ένα χρόνο η Επιτροπή για την κοινωνικοποίηση των μεγάλων στεγαστικών αποθεμάτων εταιριών. Στο τέλος τέλος αυτό θα μπορούσε επίσης να εκληφθεί ως το ότι γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια την βούληση των ψηφοφόρων του Βερολίνου, πράγμα που θυμίζει την δήλωση που αποδίδεται στον Σουμπέτερ για τη δημοκρατία : ότι η άρχουσα τάξη ενδιαφέρεται για ένα κοινοβουλευτικό σύστημα μόνο εφόσον αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί αντιδημοκρατικά.
Μόνο να μαντέψει μπορεί κανείς πόσο διαδεδομένη είναι η άγνοια ή η ασχετοσύνη μεταξύ των πολιτικών. Αυτό φάνηκε στις 29 Ιουνίου 2023, όταν, με αφορμή την έκθεση της Επιτροπής, τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας Die LINKE του Βερολίνου μπήκαν στην αίθουσα της ολομέλειας με ένα στίκερ στο πέτο τους. Έδειχνε μια μοβ καρδιά με το σλόγκαν: «still loving Artikel15». Ο Κρίστιαν Γκρέφ, μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας του CDU και εκπρόσωπος για τον τομέα οικοδόμησης και αστικής ανάπτυξης (sic!), ρώτησε τον συνάδελφό του Νίκλας Σένκερ, εκπρόσωπο του τομέα στεγαστικής πολιτικής της κοινοβουλευτικής ομάδας του Κόμματος της Αριστεράς στην Ολομέλεια της Βουλής του Βερολίνου, τι αφορούσε αυτό το στίκερ. «Το άρθρο 15; Δεν το έχω ακούσει ποτέ.» Ο Σένκερ χρησιμοποίησε την ευκαιρία και κατά την διάρκεια της ομιλίας του κατέδειξε το σκάνδαλο ότι ο βουλευτής που το CDU είχε διορίσει εκπρόσωπο για την οικοδόμηση δεν είχε προφανώς ασχοληθεί με το τι είχε ψηφίσει μια ολόκληρη πόλη. Δεν θα τον κατηγορούσε κανείς αν το ζήτημα δεν ήταν δική του αρμοδιότητα . Το άρθρο 15 είναι ένας κανόνας του Συντάγματος που δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ από τη γέννησή του το 1949. Η «χαλαρότητα» – που επισημαίνουν πολλοί συνταγματόλογοι- της διατύπωσής του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εκρηκτική πολιτική του ισχύ. Οι λίγες γραμμές του έχουν ως εξής: «Γη, φυσικοί πόροι, και μέσα παραγωγής μπορούν να μεταβιβάζονται σε κοινή ιδιοκτησία ή σε άλλες μορφές κοινής οικονομίας με σκοπό την κοινωνικοποίηση με νόμο που ρυθμίζει τη φύση και την έκταση της απαλλοτριωτικής αποζημίωσης. Για την απαλλοτριωτική αποζημίωση εφαρμόζονται ανάλογα η τρίτη και η τέταρτη πρόταση της παραγράφου 3 του άρθρου 14». Για την διατύπωση αυτών των δυο προτάσεων το κοινοβουλευτικό Συμβούλιο, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1940 συνέτασσε το Σύνταγμα, συζητούσε για αρκετούς μήνες .Πίσω από αυτές τις έντονες συζητήσεις δεν υπήρχαν μόνο διαφορές ως προς την πιο κομψή διατύπωση , αλλά κυρίως διαφορές στις πολιτικές αρχές σχετικά με το ζήτημα του πόσο ανοιχτό θα έπρεπε να είναι το Σύνταγμα σε μια συγκεκριμένη μορφή οικονομίας. Για παράδειγμα, ο Κάρλο Σμιντ, πρόεδρος τότε της κύριας επιτροπής του κοινοβουλευτικού συμβουλίου και επιφανής εκπρόσωπος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος , δήλωσε στις 4 Δεκεμβρίου 1948 ότι η κοινωνικοποίηση δεν ήταν μια ειδική περίπτωση ατομικής απαλλοτρίωσης, αλλά μια περίπτωση διαρθρωτικής αλλαγής του οικονομικού πολιτεύματος. Το FDP εδώ και χρόνια θεωρεί το άρθρο 15 αναχρονιστικό και όποτε το θυμάται ζητά τη διαγραφή του. Και εδώ η Επιτροπή Κοινωνικοποίησης έχει να αντιτείνει ότι το άρθρο 15 δεν καθίσταται παρωχημένο απλώς και μόνο επειδή στην Ομοσπονδιακή Γερμανία έχουν εδραιωθεί από το 1949 οι μορφές της ελεύθερης και κοινωνικής οικονομίας της αγοράς. Η αφετηριακή παραδοχή αυτού του συμπεράσματος είναι ότι η ατομική ιδιοκτησία της γης, των φυσικών πόρων και των μέσων παραγωγής ως προϋπόθεση για την οικονομία της αγοράς συνεπάγεται συγκεκριμένα προβλήματα. Η ατομική ιδιοκτησία προσδίδει μια εξουσία που έχει υπαρξιακές συνέπειες για όλους τους μη ιδιοκτήτες. Κι αν εφαρμόσουμε αυτή την ιδέα περαιτέρω, θα δούμε ότι μπορεί να ισχύει και για όλα τα πεδία τόσο των σύγχρονων κοινωνικών συγκρούσεων που κατηγοριοποιούνται ως «κοινωνική ανισότητα», όσο και των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Παρ’ όλα αυτά, σχεδόν κανείς στη Γερμανία δεν έχει ασχοληθεί με την έκθεση της επιτροπής. «Έχω την εντύπωση ότι το πεδίο εφαρμογής της έκθεσης της επιτροπής εμπειρογνωμόνων δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί πλήρως από την κοινωνική αριστερά», λέει επ’ αυτού ο Νίκλας Σένκερ. Κατά την άποψή του, θα μπορούσε τώρα με βάση την έκθεση της επιτροπής να συνταχθεί ένας νόμος για την κοινωνικοποίηση της Vonovia, (στην οποία ανήκει πλέον και η Deutsche Wohnen & Co) ο οποίος έχει πολλές πιθανότητες να είναι συνταγματικά βιώσιμος. Επίσης, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο θα έπρεπε να ασχοληθεί «ενόψει της εξαιρετικής σύνθεσης της Επιτροπής» με τα επιχειρήματά της και την απόφανσή της. Αυτό θα ήταν ένα τεράστιο άλμα στη συζήτηση. Την ίδια στιγμή, η πολιτική πραγματοποίηση αυτής της δυνατότητας έχει απομακρυνθεί αρκετά, καθώς η σημερινή μαυροκόκκινη (συγκυβέρνηση χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών) Γερουσία του Βερολίνου σε καμία περίπτωση δεν θα περάσει πραγματικά έναν τέτοιο νόμο. Το αριστερό κόμμα του Βερολίνου DieLinke, από την άλλη πλευρά, θέλει να κάνει τη δική του συμβολή. Πριν από λίγες εβδομάδες, ίδρυσε μια ομάδα εργασίας για την κοινωνικοποίηση. Η ομάδα αυτή θέλει να αναπτύξει συγκεκριμένες, πραγματοποιήσιμες ιδέες για την κοινωνικοποίηση άλλων τομέων εκτός της στέγασης, π.χ. της ενέργειας και της υγείας. Ωστόσο, ο Νίκλας Σένκερ γνωρίζει ότι αυτό υπερβαίνει κατά πολύ το τοπικό επίπεδο του κρατιδίου του Βερολίνου: «Η έκθεση της επιτροπής ανοίγει ένα πλαίσιο συζήτησης στο οποίο πρέπει να μπούμε πλήρως, και μαζί ως κοινωνική αριστερά. Δεν πρέπει να το χάσουμε αυτό». Προς το παρόν, ωστόσο, φαίνεται ότι αυτό ακριβώς θα συμβεί.
Η Σαμπίνε Νους είναι πολιτική επιστήμονας και δημοσιογράφος. Επί σειρά ετών επικεφαλής της πολιτικής επικοινωνίας του Rosa-Luxemburg-Stiftung, και διευθύνουσα σύμβουλος του εκδοτικού οίκου Karl Dietz Verlag από το 2017 έως τον Μάιο του 2023. Τώρα ζει ως ανεξάρτητη συγγραφέας στο Βερολίνο. Μόλις κυκλοφόρησε: «Wessen Freiheit, welche Gleichheit? Das Versprechen einer anderen Vergesellschaftung.“ Ποιανού η ελευθερία, ποια ισότητα; Η υπόσχεση μιας διαφορετικής κοινωνικοποίησης». Dietz Βερολίνο, 2024.
Στο διαδίκτυο: sabinenuss.de