header-image

Δεκεμβριανά 1944. Η Μάχη της Αθήνας*

Του Μενέλεαου Χαραλαμπίδη

Γιατί μπορεί να μας ενδιαφέρει σήμερα μια μάχη που έγινε 80 ολόκληρα χρόνια πριν, τον Δεκέμβριο του 1944, στην Αθήνα; Τα Δεκεμβριανά, όπως έμεινε στην ιστορία η σύγκρουση βρετανικών στρατευμάτων και ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων με Έλληνες κομμουνιστές αντιστασιακούς, ήταν ένα σημαντικό γεγονός του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο όμως παραμένει άγνωστο εκτός Ελλάδας. Επίσης, ήταν η μοναδική περίπτωση όπου συμμαχικές δυνάμεις συγκρούστηκαν ένοπλα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα Δεκεμβριανά ήταν η πρώτη στρατιωτική επέμβαση συμμαχικού στρατού σε απελευθερωμένη χώρα. Μια επέμβαση η οποία μπορεί χρονικά να εντάσσεται στο πλαίσιο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που δεν είχε ακόμη τελειώσει, όμως πολιτικά στρέφει το βλέμμα μας προς τον Ψυχρό Πόλεμο, που δεν είχε ακόμη αρχίσει. Επιπλέον, τα Δεκεμβριανά ήταν μια περίπτωση λαϊκής εξέγερσης με καθαρό ταξικό χαρακτήρα. Πολίτες, κυρίως από τις φτωχές περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά, πήραν τα όπλα και πολέμησαν κατά ενός καλά οργανωμένου και εξοπλισμένου στρατού, που δρούσε με αποικιοκρατική λογική και των ελληνικών συντηρητικών δυνάμεων που τον στήριζαν. Μπορεί οι εξεγερμένοι να είχαν μεγάλες ελλείψεις σε όπλα και ανεπαρκή επιτελική οργάνωση, αλλά παράλληλα κατέχονταν από τη βαθιά πίστη ότι το δίκιο ήταν με το μέρος τους και ότι πολεμούσαν για μια δημοκρατική μεταπολεμική Ελλάδα.

Τα Δεκεμβριανά αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μια βαθιά κρίση και μάλιστα στη χειρότερη της μορφή, αυτή του πολέμου και της ξένης στρατιωτικής κατοχής, μπορεί σε ελάχιστο χρόνο να σαρώσει τους πολιτικούς συσχετισμούς και να προκαλέσει την αναδιάταξή τους ή και την πλήρη ανατροπή τους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.[1] Η σύγκρουση του Δεκεμβρίου μας δείχνει επίσης ότι σε περιόδους κρίσης οι σχέσεις εξάρτησης μεταξύ μεγάλων δυνάμεων και μικρών κρατών, αποκαλύπτονται σε όλη τους τη διάσταση. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, στην προσπάθειά τους να επανακάμψουν στην εξουσία, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς επέτρεψαν, αν όχι επιδίωξαν, την ωμή βρετανική πολιτική και στρατιωτική εμπλοκή στα ελληνικά ζητήματα. Τα Δεκεμβριανά ήταν μια πρωτοφανής απώλεια εθνικής ανεξαρτησίας. Τέλος, η Μάχη της Αθήνας μας δείχνει ότι ο μεταπολεμικός κόσμος είχε αρχίσει να σχεδιάζεται αρκετά πριν ο στρατάρχης Βίλχελμ Κάιτελ υπογράψει την άνευ όρων παράδοση της ναζιστικής Γερμανίας στις 8 Μαΐου 1945.

 

Η δύσκολη απελευθέρωση. Οι πολιτικοί συσχετισμοί στην Ελλάδα

Η Ελλάδα εισήλθε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στις 28 Οκτωβρίου 1940, όταν η φασιστική Ιταλία εισέβαλε στη χώρα από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Μετά από σκληρές και ηρωικές μάχες ο ελληνικός στρατός απέκρουσε την επίθεση και αντεπιτέθηκε απωθώντας τους εισβολείς βαθιά πίσω στην Αλβανία. Αυτή ήταν η πρώτη ήττα των δυνάμεων του Άξονα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αποτυχία των Ιταλών ανάγκασε την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία να επιτεθεί κατά της Ελλάδας. Στις 6 Απριλίου 1941, ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στη χώρα από τα βόρεια σύνορα. Οι Έλληνες βρέθηκαν να πολεμούν ταυτόχρονα κατά Ιταλών και Γερμανών. Η βοήθεια που πρόσφεραν οι σύμμαχοι, τον Μάρτιο του 1941 έφτασαν στην Ελλάδα 60.000 Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Βρετανοί, Κύπριοι, Παλαιστίνιοι και Εβραίοι στρατιώτες, δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει τη γερμανική προέλαση προς το νότο. Στα τέλη Απριλίου, ο βασιλιάς και η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισαν να αναχωρήσουν από την Αθήνα για να μην αιχμαλωτιστούν από τον γερμανικό στρατό. Η ελληνική εξόριστη κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και οι στρατιωτικές της υπηρεσίες στο Κάιρο της Αιγύπτου. Οι επιχειρήσεις για την κατάληψη της Ελλάδας διήρκησαν δύο μήνες και ολοκληρώθηκαν στις 30 Μαΐου 1941 με τη λήξη της Μάχης της Κρήτης. Στην Ελλάδα επιβλήθηκε τριπλή στρατιωτική κατοχή από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους. Η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες κατοχής.

Η πρωτόγνωρη λεηλασία της ελληνικής οικονομίας κυρίως από τις γερμανικές αρχές κατοχής, η μαζική τρομοκρατία της Βέρμαχτ και των Ες-Ες και η συνεργασία Ελλήνων πολιτικών, στρατιωτικών και επιχειρηματιών με τους κατακτητές, διέσπασαν τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής άρχισε να δημιουργείται ένα χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν την έκτακτη κατάσταση για να πλουτίσουν και σε αυτούς που υπέφεραν εξαιτίας της. Το χάσμα μεγάλωσε όταν ξέσπασε ο φονικός λιμός τον χειμώνα 1941-1942. Ο χειρότερος λιμός του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, άφησε πίσω του τουλάχιστον 45.000 νεκρούς σε Αθήνα και Πειραιά και συνολικά περίπου 250.000 σε μια χώρα 7.300.000 κατοίκων. Τα περισσότερα θύματα ανήκαν στις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες των αστικών κέντρων. Η πολυπληθέστερη από αυτές ήταν οι πρόσφυγες (περίπου το 20% του πληθυσμού) που είχαν φτάσει στη χώρα από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919-1922). Το 1941 εξακολουθούσαν να ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες σε παραγκουπόλεις γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά. Ο λιμός έπληξε και τη μεσαία τάξη που είδε τα εισοδήματά της να εξανεμίζονται από την κατακόρυφη αύξηση του πληθωρισμού και την κατάρρευση της οικονομίας. Μετά την ύφεση του λιμού, το καλοκαίρι του 1942, αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος. Εντάχθηκαν μαζικά στις αντιστασιακές οργανώσεις και ιδιαίτερα στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), το οποίο ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ).[2] Αντίθετα, όσοι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, συγκρότησαν ένα μέτωπο που πολέμησε κατά του ΕΑΜ-ΚΚΕ. Στόχος τους ήταν να αποτρέψουν την άνοδο του ΕΑΜ στην εξουσία μετά τη λήξη του πολέμου για να μην χάσουν όσα κέρδισαν από τη συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής.

Στην Ελλάδα αναπτύχθηκε ένα από τα σημαντικότερα αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης. Το ΕΑΜ υπήρξε η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση και εξέφρασε την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας λόγω της ακραίας μορφής που έλαβε η κατοχική καθημερινότητα. Μικρασιάτες πρόσφυγες, γυναίκες και νεολαία, που μέχρι τότε ζούσαν στο πολιτικό περιθώριο, βρέθηκαν στην πρωτοπορία της πολιτικής δράσης μέσα από την ένταξή τους στο ΕΑΜ. Τον Οκτώβριο του 1944, όταν η Ελλάδα απελευθερώθηκε, τρεις ήταν οι πρωταγωνιστές των πολιτικών εξελίξεων: το ΕΑΜ, οι φιλελεύθεροι και οι μοναρχικοί, που είχαν συγκροτήσει μια πρόσκαιρη αντιεαμική συμμαχία και οι Βρετανοί.

Την περίοδο της απελευθέρωσης όλα έδειχναν ότι το ΕΑΜ θα επικρατούσε. Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), ο ανταρτικός στρατός του ΕΑΜ, κυριαρχούσε σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ οι πολιτικές οργανώσεις του ΕΑΜ και οι κομματικές του ΚΚΕ γνώριζαν τεράστια άνθηση. Αλλού γιατί μέσα από την αντιστασιακή τους δράση είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας και είχαν επεκτείνει, για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, την επιρροή της Αριστεράς και αλλού γιατί είχαν επιβάλει με τα όπλα τις πολιτικές ανατροπές που πρέσβευαν. Στη νέα πραγματικότητα που είχε δημιουργήσει η Κατοχή και ο αντιστασιακός αγώνας, το ΕΑΜ εξέφρασε το γενικό αίτημα για πολιτική αλλαγή μετά το τέλος του πολέμου. Επιδίωκε την κατάργηση του θεσμού της βασιλείας και την αποτροπή της επαναφοράς του προπολεμικού πολιτικού προσωπικού στην εξουσία. Ήταν οι πολιτικοί που είχαν σταθεί ανίκανοι ή και απρόθυμοι να αποτρέψουν την επιβολή της δικτατορίας του στρατηγού Ιωάννη Μεταξά και του βασιλιά (1936-1941). Το ΕΑΜ επιδίωκε την ομαλότητα γιατί έβλεπε ότι μπορούσε να ανέλθει στην εξουσία μέσα από τις αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες χωρίς να χρησιμοποιήσει επαναστατική βία. Ζητούσε την ανεπηρέαστη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την κατάργηση ή μη της βασιλείας και εκλογών για τη συγκρότηση του νέου κοινοβουλίου.

Οι πολιτικοί αντίπαλοι του ΕΑΜ ήταν αποδυναμωμένοι. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συγκροτήθηκαν δύο αντιεαμικά μέτωπα γύρω από ισάριθμους πυλώνες εξουσίας. Το «εσωτερικό», γύρω από την κυβέρνηση συνεργατών του Ιωάννη Ράλλη,[3] με τη στήριξη των γερμανικών αρχών κατοχής και το «εξωτερικό», γύρω από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, με τη στήριξη της βρετανικής κυβέρνησης. Το αντιεαμικό μέτωπο της κυβέρνησης Ράλλη είχε καταδικαστεί στις συνειδήσεις των περισσότερων Ελλήνων γιατί συνεργαζόταν στενά με τους Γερμανούς. Αλλά και το «εξωτερικό» αντιεαμικό μέτωπο ήταν αποδυναμωμένο, καθώς το κύρος του είχε υποστεί μεγάλο πλήγμα. Ο βασιλιάς και οι πολιτικοί της εξόριστης κυβέρνησης δεν πρόσφεραν ουσιαστική βοήθεια στον αντιστασιακό αγώνα, αναλώθηκαν σε μικροκομματικές συγκρούσεις με στόχο την εξασφάλιση μιας θέσης στη μεταπολεμική εξουσία, ενώ επιπλέον, ο βασιλιάς είχε την κύρια ευθύνη για την επιβολή της δικτατορίας το 1936. Ο μεγάλος χαμένος από μια ομαλή μεταπολεμική πολιτική εξέλιξη θα ήταν το μπλοκ των μοναρχικών.

Οι Βρετανοί επιθυμούσαν την επιστροφή του βασιλιά στον θρόνο, γιατί ήταν ο κύριος θεματοφύλακας των συμφερόντων τους στην Ελλάδα, και μια φιλική, δηλαδή μη εαμική-κομμουνιστική, ελληνική κυβέρνηση. Ήθελαν, με αυτό τον τρόπο, να εξασφαλίσουν τον έλεγχο των ναυτικών οδών στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, μέσω των οποίων επικοινωνούσαν με τις αποικίες τους στην Ινδία και να χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα ως φραγμό στην έξοδο της Σοβιετικής Ένωσης στη Μεσόγειο. Επίσης, μεγάλες βρετανικές εταιρείες δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα, κυρίως στους τομείς της παραγωγής ενέργειας, των μεταφορών και των κατασκευών, ενώ οι βρετανικές τράπεζες είχαν σημαντικό αριθμό ομολόγων του ελληνικού δημοσίου στα χαρτοφυλάκιά τους. Το ελληνικό κράτος είχε κηρύξει στάση πληρωμών του δημόσιου χρέους το 1932 (χρεοκοπία), αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929. Το ΕΑΜ ζητούσε τη μείωση του επιτοκίου αποπληρωμής του χρέους από το 16% στο 5% και την εθνικοποίηση πολλών κλάδων της οικονομίας. Μια εαμική κυβέρνηση θα έπληττε την κερδοφορία και τα συμφέροντα των βρετανικών επιχειρήσεων.

Τον Σεπτέμβριο του 1941, υπογράφοντας την Χάρτα του Ατλαντικού, οι Σύμμαχοι και οι αυτοεξόριστες κυβερνήσεις έθεσαν το πλαίσιο της μεταπολεμικής τους πολιτικής. Δήλωναν ρητά ότι θα σεβαστούν το δικαίωμα όλων των λαών να επιλέξουν ελεύθερα τη μορφή της διακυβέρνησής τους. Όμως η εξέλιξη του πολέμου άλλαξε τα δεδομένα. Ήδη από το 1943 φάνηκε ότι οι μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις δεν θα καθορίζονταν από τις παραπάνω δημοκρατικές εξαγγελίες, αλλά από τις επιδιώξεις των Συμμάχων στο πλαίσιο της αναδιάταξης του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων.

Το μοίρασμα της Ευρώπης σε σφαίρες επιρροής ήταν το πρώτο επεισόδιο του επερχόμενου Ψυχρού Πολέμου. Στην προέλασή του προς το Βερολίνο ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης εντάσσοντάς τις στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Η απελευθέρωση των δυτικοευρωπαϊκών χωρών από τα αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα, τις έθεσε στη σφαίρα επιρροής των δυτικών συμμάχων. Η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα των Βαλκανίων που εντάχθηκε στη βρετανική σφαίρα επιρροής, με τη σύμφωνη γνώμη της Σοβιετικής Ένωσης.[4]

 

Οι βρετανικές επεμβάσεις στις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις

Τον Σεπτέμβριο του 1944 συγκροτήθηκε η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας στην οποία συμμετείχαν κόμματα από όλο το πολιτικό φάσμα και για πρώτη φορά κομμουνιστές. Το ΕΑΜ είχε λάβει έξι υπουργεία. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο κεντρώος πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου. Η κυβέρνηση έφτασε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 1944. Θα λειτουργούσε ως η μεταβατική αρχή που θα πραγματοποιούσε το πέρασμα από την κατοχική στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Η κυβέρνηση έπρεπε να αντιμετωπίσει τεράστια προβλήματα. Η χώρα είχε καταστραφεί από τις πολεμικές συγκρούσεις και τη λεηλασία των στρατών κατοχής. Η ανόρθωση της οικονομίας, η τιμωρία των συνεργατών του κατακτητή και η συγκρότηση του νέου εθνικού στρατού, ήταν τα πλέον επείγοντα. Η εμπλοκή παρουσιάστηκε στη σύνθεση του νέου στρατού. Πόσοι θα προέρχονται από το ΕΑΜ και πόσοι από την αντιεαμική πλευρά; Σε αυτό το σημείο, αν και οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν φτάσει σε οριστικό αδιέξοδο, σημειώθηκε η πρώτη κρίσιμη βρετανική επέμβαση. Ο στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπυ,[5] εξέδωσε την 1η Δεκεμβρίου 1944 διάταγμα για τον αφοπλισμό των ανταρτικών στρατών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ.[6] Το ΕΑΜ δεν μπορούσε να δεχτεί τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, που έλεγχε σχεδόν ολόκληρη την Ελλάδα, χωρίς να έχει λάβει σαφείς εγγυήσεις για την ίση συμμετοχή του στον νέο εθνικό στρατό. Την επόμενη ημέρα, οι έξι υπουργοί του παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Το ΕΑΜ ανακοίνωσε τη διεξαγωγή συλλαλητηρίου στην πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκεμβρίου και γενική απεργία.

Το ηλιόλουστο πρωινό της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου δεν προμήνυε τι θα ακολουθούσε. Όταν το πρώτο μεγάλο μπλοκ διαδηλωτών εμφανίστηκε στην πλατεία, οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ και σκότωσαν τουλάχιστον 13 διαδηλωτές ενώ τραυμάτισαν περισσότερους από 60. Γνωρίζουμε ότι την εντολή στους αστυνομικούς για να πυροβολήσουν το άοπλο πλήθος την έδωσε ο διευθυντής της Αστυνομίας, Άγγελος Έβερτ. Δεν είναι όμως γνωστό ποιος έδωσε την εντολή στον Έβερτ. Πολλοί έβλεπαν προς τους μοναρχικούς, οι οποίοι ήταν οι μοναδικοί που θα έβγαιναν σίγουρα κερδισμένοι από μια μη ομαλή πολιτική εξέλιξη. Το ΕΑΜ αποφάσισε να μην απαντήσει ένοπλα.

Ακόμα και μετά τη σφαγή της πλατείας Συντάγματος, οι απεσταλμένοι της βρετανικής κυβέρνησης στην Αθήνα, ο Έλληνας πρωθυπουργός και η ηγεσία του ΕΑΜ, αναζητούσαν πολιτική λύση. Συμφωνήθηκε να παραιτηθεί ο Παπανδρέου και να αναλάβει πρωθυπουργός ο κεντρώος πολιτικός Θεμιστοκλής Σοφούλης. Στις 4 Δεκεμβρίου ο Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του, ο Σοφούλης δέχτηκε να αναλάβει πρωθυπουργός, το ΕΑΜ συμφώνησε, το ίδιο και οι Βρετανοί απεσταλμένοι, οι οποίοι είχαν πρωτοστατήσει στην εξεύρεση αυτής της λύσης. Διαφώνησε όμως ο Ουίνστων Τσώρτσιλ. Το μέγεθος της βρετανικής επέμβασης φαίνεται στο πρωτόγνωρο και παράδοξο της ημέρας εκείνης· ο Έλληνας πρωθυπουργός υπέβαλε την παραίτησή του η οποία δεν έγινε δεκτή από τον Βρετανό πρωθυπουργό, με αποτέλεσμα να παραμείνει στη θέση του. Αυτή ήταν η δεύτερη κρίσιμη βρετανική επέμβαση. Η κίνηση του Τσώρτσιλ έκλεισε την πόρτα στην τελευταία πιθανότητα για εξεύρεση λύσης με πολιτικά μέσα. Πλέον τον λόγο είχαν τα όπλα.

 

Από στενό σε στενό. Η Αθήνα πεδίο μάχης[7]

Τα Δεκεμβριανά μετέτρεψαν την Αθήνα σε πεδίο μάχης. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν στις 4 Δεκεμβρίου 1944 και ολοκληρώθηκαν στις 11 Ιανουαρίου 1945. Μπορούν να χωριστούν σε δύο φάσεις: μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου, όταν ο ΕΛΑΣ είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων, καθώς ο μικρός αριθμός των βρετανικών δυνάμεων τις ανάγκασε να τηρούν αμυντική στάση, και μετά τις 17 Δεκεμβρίου, όταν η άφιξη ενισχύσεων έδωσε την πρωτοβουλία των κινήσεων στους Βρετανούς.

Η πρώτη μεγάλη μάχη ξεκίνησε στις 6 Δεκεμβρίου όταν ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε κατά των στρατώνων της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής στη συνοικία Μακρυγιάννη, κάτω από την Ακρόπολη. Περνώντας μέσα από τις αρχαιότητες του ναού του Ολυμπίου Διός και από τα σοκάκια της Πλάκας (παλιά πόλη), περίπου 1.200 νέοι και νέες από τους προσφυγικούς δήμους, επιτέθηκαν με σφοδρότητα κατά 550 ανδρών της χωροφυλακής, που είχαν οχυρωθεί στους στρατώνες. Η επέμβαση της βρετανικής αεροπορίας την κρίσιμη στιγμή, όταν η άμυνα των χωροφυλάκων είχε αρχίσει να καταρρέει, απέτρεψε την κατάληψη των στρατώνων από τον ΕΛΑΣ.

Τις επόμενες ημέρες οι Αθηναίοι έβλεπαν έκπληκτοι όλμους και βλήματα πυροβολικού να καταστρέφουν τα σπίτια τους, βρετανικά άρματα μάχης να περνάνε έξω από τα παράθυρά τους, γενειοφόρους αντάρτες του ΕΛΑΣ να σπάνε πόρτες και παράθυρα για να καλυφθούν σε σπίτια και εργοστάσια, βρετανικά αεροπλάνα να βομβαρδίζουν ολόκληρες συνοικίες, ελεύθερους σκοπευτές να πυροβολούν από ταράτσες και καμπαναριά και άλλες πρωτόγνωρες εικόνες. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη μάχη που έγινε ποτέ στην Αθήνα.

Η πρώτη επιχείρηση του ΕΛΑΣ κατά βρετανικού στόχου έγινε στις 13 Δεκεμβρίου στο Κολωνάκι, την πλούσια συνοικία της Αθήνας. Αντάρτες δημιούργησαν ρήγμα στον μαντρότοιχο του στρατοπέδου, όπου είχε εγκατασταθεί η σημαντικότερη βρετανική μονάδα, εισήλθαν σε αυτό και άρχισαν οι μάχες σώμα με σώμα. Ο αιφνιδιασμός των Βρετανών ήταν απόλυτος. Στο σκοτάδι της νύχτας και στον πανικό που προκάλεσε η τεράστια έκρηξη στις δεξαμενές καυσίμων, κάθε συντονισμός ήταν αδύνατος. Ο βρετανός δεκανέας Ρέχιλ είδε μια μαχήτρια του ΕΛΑΣ που κατέβαινε την πλαγιά από το λόφο του Λυκαβηττού, κρατώντας μια χειροβομβίδα: «Πρέπει να είχε χτυπηθεί, αφού γλίστρησε και έμεινε για λίγο ξαπλωμένη με ωχρό πρόσωπο να κοιτάζει τη χειροβομβίδα πριν εκραγεί στα χέρια της. […] Τα αιματοβαμμένα ρούχα της έμειναν πάνω σε έναν άμορφο σωρό».[8] Αμέσως μετά ένα βρετανικό φορτηγό τυλίχθηκε στις φλόγες και τα πυρομαχικά που μετέφερε άρχισαν να ανατινάζονται. Ο στρατιώτης Ουάιτ κατέβηκε στο δρόμο για να εκτιμήσει την κατάσταση. Επιστρέφοντας είπε στον Ρέχιλ: «Είναι ένας κακομοίρης εδώ με κομμένο χέρι – τους σφυροκοπούν εδώ πέρα!».[9] Μόλις ξημέρωσε ο ΕΛΑΣ αποσύρθηκε παίρνοντας μαζί του 108 Βρετανούς αιχμαλώτους και αφήνοντας πίσω του 48 Βρετανούς τραυματίες και 20 νεκρούς.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο ΕΛΑΣ δεν εκμεταλλεύτηκε τη δεινή θέση των Βρετανών στην πρώτη φάση των Δεκεμβριανών, αφορούσε την απόλυτη εξάρτηση της χώρας από την εξωτερική ανθρωπιστική και οικονομική βοήθεια. Το ΕΑΜ δεν μπορούσε να αποκαταστήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα τις ζημιές που είχε προκαλέσει ο πόλεμος στις μεταφορές και τις παραγωγικές μονάδες. Η ηγεσία του γνώριζε ότι η επιβίωση του υποσιτισμένου ελληνικού λαού και η ανόρθωση της οικονομίας θα γινόταν με βρετανική βοήθεια. Σε αυτή τη λογική το ΕΑΜ-ΚΚΕ αποφάσισε να προτάξει τους πολιτικούς έναντι των στρατιωτικών στόχων. Επιχείρησε να εξωθήσει τους Βρετανούς σε διαπραγματεύσεις, επιτιθέμενο, αρχικά, μόνο κατά των ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων.[10] Αυτό εξηγεί γιατί ο ΕΛΑΣ δεν πραγματοποίησε την αναμενόμενη γενική επίθεση κατά των ανεπαρκών βρετανικών δυνάμεων στο κέντρο της Αθήνας, στην πρώτη φάση της μάχης.

Τον Δεκέμβριο του 1944 σημειώθηκε η μεγάλη αντεπίθεση των Γερμανών στο δυτικό μέτωπο (μάχη των Αρδεννών). Στα μυαλά πολλών υπήρχε η σκέψη ότι οι Βρετανοί δεν θα μπορούσαν να ανοίξουν νέο μέτωπο και μάλιστα ενάντια στους συμμάχους τους του ΕΑΜ, στην πρωτεύουσα μιας χώρας που μόλις είχε απελευθερωθεί. Όχι μόνο η ηγεσία του ΕΑΜ, αλλά ακόμη και οι ίδιοι οι Βρετανοί αξιωματούχοι αιφνιδιάστηκαν όταν ο Τσώρτσιλ διέταξε τη μεταφορά ενός τόσο μεγάλου αριθμού στρατιωτών από το ενεργό μέτωπο της βορείου Ιταλίας στην Ελλάδα. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1945, η βρετανική κυβέρνηση είχε στείλει περίπου 70.000 στρατιώτες στην Ελλάδα,[11] δηλαδή μεγαλύτερο αριθμό από αυτόν που είχε στείλει τον Μάρτιο του 1941 για να ενισχύσει την ελληνική άμυνα ενάντια στην επικείμενη εισβολή των Γερμανών.

Στις 17 Δεκεμβρίου ξεκίνησε η βρετανική αντεπίθεση μετά την άφιξη των ενισχύσεων με μεταγωγικά αεροπλάνα. Πλέον στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά πολεμούσαν Σκωτσέζοι, Ουαλοί, Άγγλοι, Αρμένιοι, Κούρδοι, Κύπριοι, Νοτιοαφρικανοί, Ασσύριοι και Ινδοί, οργανωμένοι σε 20 τάγματα πεζικού, 2 συντάγματα πυροβολικού, 4 συντάγματα αρμάτων μάχης, με 140 τεθωρακισμένα και 8 μοίρες πολεμικής αεροπορίας με περίπου 120 αεροσκάφη. Η υπεροπλία των Βρετανών ήταν συντριπτική.

Μια εβδομάδα μετά έφτασε στην Αθήνα ο βρετανός πρωθυπουργός σε μια προσπάθεια να βρεθεί πολιτική λύση. Ο Τσώρτσιλ επεδίωκε να αποκαταστήσει την εικόνα του στη βρετανική και διεθνή κοινή γνώμη. Είχε δεχθεί σφοδρότατες επιθέσεις από τον βρετανικό Τύπο και από τους βουλευτές του Εργατικού Κόμματος για την εμπλοκή των βρετανικών στρατευμάτων στη μάχη της Αθήνας. Οι συνομιλίες μεταξύ του ΕΑΜ και των κυβερνητικών κατέληξαν σε αδιέξοδο. Αυτό έδωσε το πράσινο φως για τη διενέργεια των μεγάλων βρετανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.

Στις 29 Δεκεμβρίου ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση κατά των ανατολικών προαστίων της Αθήνας όπου υπήρχε το ισχυρό προπύργιο του ΕΛΑΣ, το «ελληνικό Στάλινγκραντ», όπως το έλεγαν οι Βρετανοί. Ήταν ο δήμος της Καισαριανής, μια παραγκούπολη που χτίστηκε για να στεγάσει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Για να μειώσουν τις απώλειές τους, οι Βρετανοί προχώρησαν σε σφοδρό δίωρο βομβαρδισμό πριν εισβάλει το πεζικό. Ο Γιώργος Γούναρης, αντάρτης του ΕΛΑΣ, θυμάται:

«Στους δρόμους, σπίτια, βεράντες σκάζουν συνεχώς οβίδες. […] Μας έχουν τρελάνει στον βομβαρδισμό. […] Τρεις συναγωνιστές ανεβαίνουν με ένα οπλοπολυβόλο στην ταράτσα ενός σπιτιού. Με μια εφόρμηση [βρετανικά] καταδιωκτικά αεροπλάνα με ρουκέτες τους τίναξαν και τους τρεις στο αέρα κάνοντάς τους κυριολεκτικά κομματάκια. Συναγωνιστές που τρέξανε δεν βρήκαν παρά μόνον κομμάτια».[12]

Η επίθεση των Βρετανών οδήγησε σε πραγματική σφαγή. Μόλις σε μια ημέρα, άφησαν πίσω τους 290 νεκρούς, οι περισσότεροι άμαχοι που σκοτώθηκαν από τον βομβαρδισμό.[13]

Μετά την εκκαθάριση των ανατολικών προαστίων, οι Βρετανοί συγκέντρωσαν το σύνολο των δυνάμεών τους για το τελικό χτύπημα κατά του ΕΛΑΣ στο κέντρο της πόλης, στα δυτικά και στα βόρεια προάστιά της. Κάποιες από τις πιο σκληρές οδομαχίες έγιναν στα Εξάρχεια. Εκεί πολέμησε ο ΕΛΑΣ των πανεπιστημίων. Φοιτήτριες και φοιτητές οχυρωμένοι σε πολυκατοικίες, χρησιμοποιούσαν βόμβες μολότοφ για να αναχαιτίσουν τα βρετανικά άρματα μάχης και κονσέρβες γεμισμένες με χαλίκι και δυναμίτη ως χειροβομβίδες. Στη μάχη των Εξαρχείων πολέμησαν κατά των Βρετανών οι μετέπειτα γνωστοί μουσικοσυνθέτες Μίκης Θεοδωράκης και Γιάννης Ξενάκης, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπο από βρετανικό βλήμα, ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός και οι σκηνοθέτες Νίκος Κούνδουρος και Αλέξης Δαμιανός.

Η σαρωτική υπεροπλία των Βρετανών ανάγκασε την ηγεσία του ΕΛΑΣ να διατάξει την αποχώρηση των δυνάμεών του από την Αθήνα. Αυτή πραγματοποιήθηκε το βράδυ της 4ης προς 5η Ιανουαρίου 1945. Οι Βρετανοί συνέχιζαν να βομβαρδίζουν τις φάλαγγες των ανταρτών καθώς αποχωρούσαν προκαλώντας μεγάλες απώλειες. Στις 11 Ιανουαρίου 1945 υπογράφηκε η ανακωχή που τερμάτισε τις συγκρούσεις. Ο απολογισμός της μάχης αποτυπώνει και τη σφοδρότητά της: 70.000 ένοπλοι, 5.500 νεκροί και 25.000 εκτοπισμένοι σε μόλις ένα μήνα συγκρούσεων.

Πολιτικά, τα Δεκεμβριανά ολοκληρώθηκαν στις 12 Φεβρουαρίου 1945 με την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας μεταξύ του ΕΑΜ και της ελληνικής κυβέρνησης. Ένας από τους βασικούς της όρους ήταν ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ. Οι νικητές των Δεκεμβριανών δεν τήρησαν τη συμφωνία. Αμέσως μετά την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ, ξεκίνησε η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας (1945-1946). Έτσι ονομάστηκαν οι αμείλικτες διώξεις που υπέστησαν οι Αριστεροί από τα Σώματα Ασφαλείας και διάφορες ακροδεξιές παρακρατικές ομάδες. Οι διώξεις αυτές ανάγκασαν πολλούς πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ να βγουν ξανά στα βουνά. Ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949). Οι νέοι αντάρτες εντάχθηκαν στον κομμουνιστικό Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και πολέμησαν κατά των κυβερνητικών δυνάμεων.

 

Η διεθνής διάσταση των Δεκεμβριανών

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν μια περιφερειακή σύγκρουση που αφορούσε μια μικρή χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Μπορεί να υπήρξαν η μοναδική περίπτωση ένοπλης αντιπαράθεσης μεταξύ συμμάχων κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όμως η πολιτική αιτία που οδήγησε σε αυτά ήταν κοινή για πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τα Δεκεμβριανά ήταν κομμάτι μιας ευρύτερης σύγκρουσης που ξέσπασε στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών για τη μεταπολεμική εξουσία.

Η στρατιωτική κατάληψη χωρών από τις δυνάμεις του Άξονα προκάλεσε κενό εξουσίας. Οι κυβερνήσεις διέφυγαν στο εξωτερικό, οι εθνικοί στρατοί διαλύθηκαν, τα σώματα ασφαλείας και ο κρατικός μηχανισμός τέθηκαν στη διοίκηση των κατακτητών. Ο «παλιός κόσμος», που δεν κατάφερε να αποτρέψει την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού, είχε χάσει το κύρος του. Ένας «νέος κόσμος», που θα αναδυόταν από τις στάχτες του πολέμου, έπρεπε να αναλάβει το έργο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης. Το τέλος του πολέμου σηματοδότησε την έναρξη της διαδικασίας επανεδραίωσης της κρατικής εξουσίας σε ένα περιβάλλον ρευστότητας το οποίο άφηνε πολλά ενδεχόμενα ανοικτά. Οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να ελέγξουν αυτή τη διαδικασία με πολιτικά μέσα και όπου αυτό δεν ήταν δυνατό, με τη χρήση ένοπλης βίας.

Το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο που έθετε το γεγονός ότι οι πολιτικές επιδιώξεις του ΕΑΜ, της ισχυρότερης πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης στο εσωτερικό της χώρας, δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με αυτές των Συμμάχων – ρυθμιστών των διεθνών πολιτικών εξελίξεων και συγκεκριμένα των Βρετανών, στην εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο επανεδραίωσης της εξουσίας στα απελευθερωμένα κράτη.

Τα Δεκεμβριανά αποτελούσαν μεγάλο κίνδυνο για όσους προσπαθούσαν να σταθεροποιήσουν τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις και να αποτρέψουν την εκδήλωση εξεγέρσεων ή και επαναστάσεων. Χαρακτηριστικά είναι όσα έγραψε ο βοηθός υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Άτσεσον, σε αναφορά του προς τον Χάρυ Χόπκινς, σύμβουλο του προέδρου Ρούσβελτ. Ο Άτσεσον ήταν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1944 και έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια την εξέλιξη μιας εξέγερσης. Στην αναφορά του επισήμαινε ότι εάν οι Σύμμαχοι δεν βοηθούσαν ενεργά τον αγώνα των πολιτών για την επιβίωση και στην αποκατάσταση της κοινωνικής και ηθικής τάξης, ένα πιθανό λουτρό αίματος περίμενε ολόκληρη την Ευρώπη, που θα οδηγούσε στην πτώση των κυβερνήσεων. Ο Άτσεσον φοβόταν ότι οι σκηνές που έβλεπε στην Αθήνα πιθανώς να επεκτείνονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη προκαλώντας έναν πανευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο.[14] Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληγαν και οι Βρετανοί. Τα Δεκεμβριανά μπορούσαν να αποτελέσουν ένα επιτυχημένο παράδειγμα εξέγερσης που θα μεταδιδόταν σαν ντόμινο σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες: «Αν η υπόθεση στην Ελλάδα εξελιχθεί όπως ελπίζουμε, το αποτέλεσμα ίσως είναι να σταματήσουμε μια τεράστια ποσότητα αναρχίας στην Ευρώπη και να αποθαρρύνουμε παρόμοιες εξεγέρσεις σε άλλες χώρες».[15]

Τα Δεκεμβριανά παγίωσαν δύο καταστάσεις, οι οποίες χαρακτήρισαν την ελληνική πολιτική πραγματικότητα μέχρι την πτώση της Χούντας το 1974. Η μια αφορούσε την εξωτερική επέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας. Η βρετανική στρατιωτική επέμβαση κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών μετατράπηκε σε διαρκή ξένη (αμερικανική από το 1947) παρουσία στη χώρα. Οι ξένες παρεμβάσεις στις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις μπορεί να υπονόμευαν την εθνική ανεξαρτησία, πρόσφεραν όμως πολύτιμη στήριξη στις ελληνικές κυβερνήσεις και τον βασιλιά, ο οποίος επέστρεψε στη χώρα με το δημοψήφισμα του 1946. Η στήριξη αυτή τους επέτρεπε να συντηρούν το κλίμα έντασης και το καθεστώς σκληρών διώξεων κατά των Αριστερών.

Η δεύτερη κατάσταση αφορούσε τη συγκρότηση ενός νέου κράτους, του κράτους των εθνικοφρόνων. Το ελληνικό κράτος ήταν αντικομμουνιστικό ήδη από τη δεκαετία του 1920, κάτι που εντάθηκε κατά την εξαετή δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Ο αντικομουνισμός έγινε κεντρική κρατική πολιτική κατά τη διάρκεια της Κατοχής και θεμέλιο πάνω στο οποίο βασίστηκε η συνεργασία με τον κατακτητή. Μεταπολεμικά ο κρατικός μηχανισμός δεν εκκαθαρίστηκε από τους συνεργάτες των κατακτητών. Αντίθετα, όσοι πολέμησαν τους κομμουνιστές συνεργαζόμενοι με τους Γερμανούς κατακτητές, χρησιμοποιήθηκαν από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις στο χτίσιμο του νέου κράτους. Το κράτος των εθνικοφρόνων θεσμοποίησε τις σκληρές διώξεις κατά της Αριστεράς (χιλιάδες εκτελέσεις, πολυετείς φυλακίσεις και εξορίες) και τη νομοθετική διάκριση των Ελλήνων ανάλογα με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Ήταν ένα κράτος, το οποίο μέσω της επίκλησης του κομμουνιστικού κινδύνου επικράτησε για τριάντα ολόκληρα χρόνια, εμπόδισε τον εκδημοκρατισμό της χώρας, εξέθρεψε τους ανθρώπους που επέβαλαν και στελέχωσαν τη Χούντα των Συνταγματαρχών το 1967 και κατέρρευσε με την πτώση της Χούντας το καλοκαίρι του 1974.

 

*Όλα όσα αναφέρονται εδώ, παρουσιάζονται αναλυτικά στο Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944. Η Μάχη της Αθήνας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014.

**Το σκίτσο φιλοτεχνήθηκε από τον Γιώργο Μικάλεφ

 

[1] Για τις τεράστιες πολιτικές ανατροπές που προκάλεσε η περίοδος της Κατοχής, Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012.

[2] Στο ΕΑΜ συμμετείχαν και τρία μικρότερα κόμματα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, η Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας και το Αγροτικό Κόμμα.

[3] Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συγκροτήθηκαν τρεις ελληνικές κυβερνήσεις, δημιούργημα των γερμανικών αρχών.

[4] Οι επαφές Βρετανών και Σοβιετικών για τον ορισμό σφαιρών επιρροής στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια είχαν ξεκινήσει ήδη από την άνοιξη του 1944. Επισφραγίστηκαν με την επίσκεψη του Τσώρτσιλ στη Μόσχα στις 9 Οκτωβρίου 1944, η οποία οδήγησε στην περίφημη «συμφωνία των ποσοστών». Η Ελλάδα εντάχθηκε στη βρετανική σφαίρα επιρροής.

[5] Ενόψει της επερχόμενης απελευθέρωσης, η ελληνική κυβέρνηση έθεσε τις ελληνικές και βρετανικές ένοπλες δυνάμεις που θα επιχειρούσαν στην Ελλάδα στη διοίκηση του βρετανού στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπυ.

[6] Ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ) ήταν αντιστασιακή οργάνωση. Αν και πολύ μικρότερος σε αριθμό ανταρτών και πολιτική απήχηση, αποτέλεσε το αντίπαλο δέος του ΕΛΑΣ με τη στήριξη της βρετανικής κυβέρνησης.

[7] Για λόγους οικονομίας, εδώ γίνεται αναφορά μόνο σε κάποιες από τις δεκάδες μεγάλες και μικρές μάχες των Δεκεμβριανών.

[8] Henry Maule, Scobie: Hero of Greece. The British Campaign 1944-5, Arthur Barker Limited, Λονδίνο 1975, σ. 150.

[9] Στο ίδιο.

[10] Οι ελληνικές δυνάμεις που έδρασαν από κοινού με τις βρετανικές ήταν:  η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία, μονάδα του ελληνικού στρατού που είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή, η Αστυνομία Πόλεων και η Χωροφυλακή, η οποία στα χρόνια της Κατοχής συνεργάστηκε στενά με τις γερμανικές αρχές και τα Τάγματα Εθνοφυλακής, που συγκροτήθηκαν τις ημέρες των Δεκεμβριανών από άνδρες μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και οργανώσεων που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές.

[11] British National Archives, CAB 79/30, Chiefs of Staff Committee, 8 Μαρτίου 1945.

[12] Γιώργος Γούναρης, αδημοσίευτο προσωπικό ημερολόγιο.

[13] Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944, σ. 235.

[14] Keith Lowe, Savage Continent. Europe in the Aftermath of World War II, Penguin, Λονδίνο 2012, σ. 71.

[15] British National Archives, War Cabinet 65/48/22, 29 Δεκεμβρίου 1944.