Αυτό που χαρακτηρίζει την ελληνική Πολιτεία και διαπερνά τη στάση του κρατικού μηχανισμού στο σύνολό του και ιδίως τους μηχανισμούς καταστολής απέναντι στο ακροδεξιό έγκλημα, είναι η αδράνεια, η παθητική ανεκτικότητα και εντέλει η ατιμωρησία των εγκλημάτων.
Η βία της άκρας δεξιάς, η ρατσιστική βία, είναι ίσως η μόνη βία που βρίσκεται σχεδόν αποκλειστικά στη σφαίρα του πολιτικού ως αφηρημένη έννοια και όχι ως εφαρμοσμένη βία, δεν έχει καμία νομική αποτύπωση, ο δικαστής, ο εφαρμοστής του δικαίου δεν την κατονομάζει ποτέ ως τέτοια.
Το 2008, σε μία ακόμη τροποποίηση του ποινικού κώδικα, προστέθηκε στο άρ. 79 περί δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, διάταξη σύμφωνα με την οποία «η τέλεση της πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση». Τέσσερα χρόνια μετά, και ενώ στο μεταξύ η ρατσιστική βία έγινε κυρίαρχη, κανένας δικαστής πουθενά στην Ελλάδα δεν βρήκε κανένα έγκλημα που να έχει τελεστεί με ρατσιστικό κίνητρο. Η εξήγηση ότι τα αδικήματα αυτά σπανίως φτάνουν στη δικαιοσύνη επειδή τα θύματα, αλλοδαποί όντες και συχνότατα παράνομοι, δεν προσφεύγουν, δεν είναι ικανή. Διότι, ούτε τα θύματα τραφικινγκ συνηθίζουν να προσφεύγουν στις Αρχές αλλά όταν κατ’ εξαίρεση το κάνουν τα αναγνωρίζουμε ως τέτοια. Επιπλέον, τους παρέχουμε την προστασία εκείνη που απαιτείται για να έχουν τη δυνατότητα να καταθέσουν ως μάρτυρες για τα αντίστοιχα αδικήματα, χωρίς να συλληφθούν ή να απελαθούν. Στο ρατσιστικό έγκλημα όμως είναι σαφής η έλλειψη πρόθεσης του νομοθέτη για κάτι τέτοιο. Ακόμα και στο προσφάτως ανακοινωθέν Προεδρικό Διάταγμα για τη σύσταση ειδικών τμημάτων κατά της ρατσιστικής βίας, ρητά λέχτηκε ότι δεν προβλέπεται αντίστοιχη προστασία των θυμάτων.
Η απουσία τιμώρησης της ρατσιστικής και εν γένει ακροδεξιάς βίας, δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη απορία, εάν σκεφτεί κανείς ότι τα περισσότερα αδικήματα που τελούνται έχουν κακουργηματικό χαρακτήρα ή σε κάθε περίπτωση στρέφονται κατά ζωτικών εννόμων αγαθών, όπως της ζωής, της υγείας ή της σωματικής ακεραιότητας και παρά ταύτα το σύνολο των κατασταλτικών μηχανισμών παραμένει αδρανές. Όχι δηλαδή απλώς δεν κατονομάζουμε το κίνητρο της πράξης ως ρατσιστικό, αλλά δεν μας ενδιαφέρει ούτε η πράξη καθ’ εαυτή ως ποινικά κολάσιμο γεγονός.
Μία βασική αρχή του ποινικού δικαίου είναι ότι αυτό έχει αποσπασματικό χαρακτήρα, δηλαδή από το σύνολο των ατομικών και κοινωνικών συμπεριφορών, αυτό επιλέγει ως ποινικά ενδιαφέρουσες, δηλαδή ως κολάσιμες, μόνο κάποιες εξ αυτών. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, έχουμε μία μετατόπιση της αρχής αυτής: δεν είναι ο νομοθέτης, αλλά οι μηχανισμοί καταστολής, που από το σύνολο των ατομικών συμπεριφορών που είναι ποινικά ενδιαφέρουσες, δηλαδή αξιόποινες, επιλέγει ποιές τελικά θα τιμωρήσει και ποιες όχι. Και μέχρι τώρα, η επιλογή του ελληνικού κράτους είναι να μην διώκει το ρατσιστικό έγκλημα, να μη διώκει τις ναζιστικές ομάδες και ως εκ τούτου να μην τιμωρεί.
Η επιλεκτικότητα δε αυτή και η αποσπασματικότητα στη δίωξη και τιμώρηση της ακροδεξιάς βίας είναι σκανδαλώδης εάν σκεφτεί κανείς την κινητοποίηση του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, ιδίως την τελευταία δεκαετία, όχι απλώς για να διώξει την «τρομοκρατία» -έννοια που έχει μονοπωλήσει στην Ελλάδα ένας συγκεκριμένος πολιτικός χώρος- αλλά ακόμα για να καταγράψει απλώς πολίτες που διαδηλώνουν. (Τα τελευταία χρόνια όλες οι μεγάλες διαδηλώσεις συνοδεύονται από τις ονομαζόμενες «προληπτικές προσαγωγές», οι οποίες στην πράξη είναι παράνομες συλλήψεις και αυτό δεν αφορά 5-10 πολίτες, αλλά εκατοντάδες κάθε φορά, το οποίο σημαίνει ότι ένας ολόκληρος μηχανισμός κινητοποιείται με αυτό το σκοπό).
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί το εξής –φαινομενικά τουλάχιστον- παράδοξο: Η Χ.Α. λειτουργεί στην πράξη ως εγκληματική οργάνωση φέρουσα όλα τα συστατικά στοιχεία μίας τέτοιας οργάνωσης, δηλαδή: αυστηρά δομημένη και με διαρκή δράση οργάνωση περισσότερων προσώπων που επιδιώκει και πραγματοποιεί σωρεία κακουργημάτων (ανθρωποκτονίες, βαριές σκοπούμενες σωματικές βλάβες, ληστείες κ.α.). Η συγκεκριμένη δηλαδή οργάνωση πληροί τους όρους άρ. 187 ΠΚ περί εγκληματικής οργάνωσης σχεδόν ιδεοτυπικά και πλέον δημόσια. Παρά ταύτα, ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει ασκηθεί δίωξη σε μέλος της οργάνωσης αυτής για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, συνήθως δε οι κατηγορίες που τους βαραίνουν είναι αυτές της φθοράς ξένης περιουσίας ή της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, δηλαδή αδικήματα πλημμεληματικού χαρακτήρα. Ομοίως, δεν γίνεται δημοσιοποίηση ποτέ φωτογραφιών των συγκεκριμένων δραστών, ώστε να διερευνηθούν και άλλα αδικήματα τελεσθέντα από τον ίδιο δράστη –όπως κάνει κατά κόρον η αστυνομία με τους συλληφθέντες από διαδηλώσεις, δεν παρακολουθούνται τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, δεν έχει γίνει καμία έρευνα σε κατοικία μέλους όπως δεν έχει γίνει καμία έρευνα για το πώς χρηματοδοτείτο αυτή η οργάνωση τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν έχει βρεθεί πουθενά στοιχείο dna το οποίο να μπορεί να ταυτοποιηθεί, δηλαδή, ειδικά και κατ’ εξαίρεση, όταν οι δράστες είναι ακροδεξιοί, οι συνήθεις πρακτικές εξιχνίασης εγκλημάτων δεν εφαρμόζονται.
Οι εξηγήσεις αυτού του φαινομένου είναι σίγουρα πολλαπλές. Μέρος αυτής της εξήγησης είναι και το γεγονός ότι το ίδιο το κράτος διακρίνει τους ανθρώπους με βάση το χρώμα, τη φυλή, τη θρησκεία, την πολιτική πεποίθηση και ως εκ τούτου κάποιοι μπορούν να τρώνε ξύλο ανεξέλεγκτα και κάποιοι να το δίνουν ανενόχλητα.
Οι υποθέσεις ακροδεξιάς βίας έχουν μία περαιτέρω δυσκολία: τόσο οι παθόντες όσο και οι μάρτυρες φοβούνται να καταγγείλουν το συμβάν και φοβούνται να εμπλακούν με οποιονδήποτε τρόπο σε μία διαδικασία που θα τους φέρει αντιμέτωπους με τα μέλη της Χ.Α. και αυτό δεν αφορά μόνο τους μετανάστες, δηλαδή ευάλωτες ομάδες, αλλά και τους ημεδαπούς και μάλιστα πρόσωπα που μπορεί να έχουν υψηλό μορφωτικό ή/και βιοτικό επίπεδο.
Δεν είναι τυχαίο ότι από την πληθώρα βίαιων επιθέσεων ελάχιστες τελικά καταγγέλλονται και εξ αυτών ακόμα λιγότερες προχωράνε στο επόμενο στάδιο καθώς στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι δράστες παραμένουν άγνωστοι. Ο φόβος αυτός σχετίζεται άμεσα με τη βιαιότητα των επιθέσεων, με τη συστηματική και διαρκή δράση της ομάδας αυτής σε ένα βάθος χρόνου, με την προαναφερόμενη αδράνεια των αρχών και εν τέλει με την συστηματική ατιμωρησία των μελών/δραστών. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και μία ιδιαιτερότητα: τόσο οι παθόντες όσο και οι μάρτυρες έχουν την εδραία –και όχι αβάσιμη- πεποίθηση ότι δεν τα «βάζουν» μόνο με τον δράστη ή τους δράστες της συγκεκριμένης επίθεσης αλλά απέναντί τους έχουν ολόκληρη την οργάνωση. Σε δίκες που έχουν γίνει, εμφανίστηκαν για συμπαράσταση δεκάδες μέλη, τα οποία φωτογράφιζαν με τα κινητά τους παθόντες, μάρτυρες, δικηγόρους κτλ και τα οποία στο πέρας της δίκης εξύβριζαν τους πάντες – ακόμα και το Δικαστήριο-, εκτοξεύοντας κέρματα και απειλές και στη συνέχεια αποχωρούσαν ανενόχλητοι.
Έτσι, παρατηρείται κατ’ επανάληψη το φαινόμενο αυτόπτες μάρτυρες να αρνούνται να εμφανιστούν στην αστυνομία να καταθέσουν αυτά που είδαν, να μην εμφανίζονται στο δικαστήριο ή να εμφανίζονται και να «μην θυμούνται» αίφνης τίποτα, αναλαμβάνοντας ακόμα και τον κίνδυνο της δίωξής τους για ψευδορκία. Ο φόβος συνεπώς διατρέχει όλη την προβληματική γύρω από τις δίκες αυτές και φυσικά επιτείνεται στα θύματα ευάλωτων ομάδων τα οποία φαίνεται να έχουν «εξοικειωθεί» με το γεγονός της παντελούς έλλειψης έννομης προστασίας προς αυτά, ακόμα και όταν κάποιος ή κάποιοι επιχειρούν απρόκλητα και βίαια να τα σκοτώσουν. Ενδεικτικά σε μία περίπτωση, μετανάστης ο οποίος έπεσε επανειλημμένα θύμα ξυλοδαρμού στη γειτονιά του, επέλεξε αντί να προσφύγει στις αρχές, απλώς να αλλάξει γειτονιά.
Άρα, το ζήτημα που τίθεται και μάλιστα επιτακτικά είναι η συντεταγμένη πολιτεία με τους θεσμούς της να δείξει ότι υπάρχει, ότι η παροχή έννομης προστασίας είναι ένα συνταγματικό δικαίωμα όλων χωρίς εξαίρεση και ότι όλοι –χωρίς εξαίρεση- όταν μαχαιρώνουν διώκονται και τιμωρούνται. Η τιμώρηση των δραστών δεν αφορά μόνο την ηθική αποκατάσταση του θύματος ούτε είναι ιδιωτική υπόθεση. Μας αφορά όλους. Ο,τιδήποτε άλλο δεν είναι απλώς εκτός της λογικής αλλά και εκτός της δημοκρατικής νομιμότητας.
Τέλος, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στα πρωτοφανή γεγονότα των ημερών που ακολούθησαν τις καταγγελίες πολιτών ότι βασσανίστηκαν στη ΓΑΔΑ απο αστυνομικούς που ανοιχτά δήλωναν την πολιτική τους ταύτιση με τη Χ.Α.: Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, με αφορμή τις καταγγελίες προέβη στις εξής πράξεις: Πρώτον, δήλωσε ότι θα μηνύσει την εφημερίδα που δημοσιοποίησε το γεγονός, ακολουθώντας πιστά την τακτική δικτατορικών αφρικανικών καθεστώτων. Δεύτερον, δημόσια δήλωσε ότι έχει πρόσβαση στη δικογραφία, προφανώς κατά παράβαση κάθε διάταξης του ΚΠΔ αφού η ανάκριση είναι μυστική. Τρίτον, προέβη σε νομική αξιολόγηση του περιεχόμενου των ιατροδικαστικών εκθέσεων προδικάζοντας την έκβαση που πρέπει να έχει η υπόθεση συγχωνεύοντας στο πρόσωπό του εκτελεστική και δικαστική εξουσία Αυτήν την πρωτοφανή συμπεριφορά ακολούθησε το κόψιμο της πρωινής ενημερωτικής εκπομπής της ΝΕΤ αλλά και το –όπως έχουμε πληριφορηθεί-προληπτικό κόψιμοάρθρων και ρεπορτάζ τα οποία δεν είδαν το φως της δημοσιότητας σε μεγάλες αθηναϊκές εφημερίδες και κυριακάτικα ένθετα. Τα τελευταία γεγονότα συνιστούν ένα ποιοτικό άλμα: από την αδράνεια, την ατιμωρησία και την παθητική ανοχή των μηχανισμών, περάσαμε στην επιθετική συγκάλυψη απευθείας από τον ηγεμόνα, η οποία όχι απλώς φτάνει μέχρι την κρατική λογοκρισία αλλά χαράσσει και μία σαφή διαχωριστική γραμμή: εσείς κι εμείς, θύματα και δράστες, το κράτος ως ουδέτερος τρίτος εξαϋλώνεται, ο υπουργός, υποκαθιστώντας τον φερόμενο ως δράστη θέλει να υποβάλει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση.
Με αυτά τα δεδομένα, το σχέδιο του Υπουργείου Προστασίας Πολίτη για σύσταση ειδικών τμημάτων καταπολέμησης της ρατσιστικής βίας ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο σε μια χώρα η οποία καταρρέει όχι μόνο οικονομικά, αλλά πρωτίστως πολιτικά και θεσμικά.