Περίληψη εισήγησης
Μολονότι μια διαμάχη για την ορολογία δεν φαίνεται το μείζον εδώ που βρισκόμαστε, θα ήθελα να πω εισαγωγικά ότι προτιμώ να αναφέρομαι στη Χρυσή Αυγή με τον όρο «νεοναζιστική δεξιά». Όχι μόνο χάριν ιστορικής ακρίβειας (επειδή, δηλαδή, η ιστορική αναφορά της ΧΑ βρίσκεται ταυτόχρονα στα SS και στους νικητές του ελληνικού Εμφυλίου), αλλά και για λόγους που αφορούν την παρούσα πολιτική συγκυρία. Η ΧΑ προτείνει μια ερμηνεία της κρίσης παραπλήσια με αυτήν της παραδοσιακής δεξιάς («φταίει η Μεταπολίτευση», «φταίει η Αριστερά»), συμβάλλει στην εθνικοποίηση και την ηθικιστική πρόσληψη της κρίσης ακριβώς όπως εκείνη, εισηγείται δε και υλοποιεί, σε άλλη κλίμακα, την ίδια συνταγή για την αντιμετώπισή της κρίσης: περισσότερη «ασφάλεια», λιγότερη δημοκρατία, πόλεμος στους «λαθρομετανάστες» και την Αριστερά, πριμοδότηση του Έθνους έναντι του λαού.
Οι παρατηρήσεις αυτές δεν σημαίνουν, από την άλλη πλευρά, ότι οι δύο χώροι ταυτίζονται. Αντίθετα, μέρος της αντιφασιστικής πολιτικής της Αριστεράς είναι ακριβώς η προσπάθεια αποτροπής αυτής της επικίνδυνης ταύτισης.
***
Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να αφηγηθώ την ιστορία της «επιτυχίας» των νεοναζί από τη σκοπιά της Αριστεράς. Θα το κάνω κατ’ αρχάς για λόγους ιστορικούς: η διαδικασία εκφασισμού στην Ιταλία και τη Γερμανία συντελέστηκε στο έδαφος της στρατηγικής αμηχανίας της Αριστεράς, και της λεηλασίας των κοινωνικών συμμαχιών της, με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα. Κυρίως, όμως, θα το κάνω για λόγους πολιτικούς:
α) γιατί στις δεκαετίες του ’90 και του 2000, ο κύριος αποδέκτης της νεοναζιστικής βίας είναι η Αριστερά∙
β) γιατί η ΧΑ πρωτοστατεί σήμερα στην αναβίωση του αντικομμουνισμού, προσφέροντας αφήγηση και ορολογία στις δυνάμεις του αυταρχικού Κέντρου (θυμηθείτε ότι μέχρι να τον υιοθετήσει ο Καρατζαφέρης, και από εκεί ο Λοβέρδος και η Καθημερινή, ο χαρακτηρισμός της Ελλάδας ως «τελευταίας σοβιετικής χώρας στον κόσμο» αποτελούσε σήμα κατατεθέν της ΧΑ)∙
γ) γιατί η ανάλυση της εκλογικής βάσης της ΧΑ έδειξε ότι το 24,5% των ψηφοφόρων της προέρχεται από τις τάξεις των ανειδίκευτων εργατών, είναι δηλαδή «κόσμος» της Αριστεράς, και τέλος,
δ) γιατί, αν η εν εξελίξει κρίση μπορεί να κατανοηθεί (και) ως επιτάχυνση του κοινωνικού χρόνου, η ΧΑ εκπροσωπεί μια τάση επιβράδυνσης και ανάσχεσης των σχεδίων της Αριστεράς για τον κοινωνικό μετασχηματισμό – μια τάση που εδραιώνεται χρησιμοποιώντας και διαστρέφοντας τις θεματικές και τη ρητορική της Αριστεράς1.
Τι συνέβη
Για όλους αυτούς τους λόγους, η είσοδος της ΧΑ στη Βουλή, η πολιτική της αναβάθμιση, κυρίως όμως η ένταση της βίαιης δράσης της και το αποτύπωμα που αφήνει στο θεσμικό πεδίο, συνιστούν ήττα πρωτίστως για την Αριστερά. Ήττα, μολονότι οι εξελίξεις αυτές δεν αναιρούν την αλματώδη άνοδο της Αριστεράς∙ ήττα, ωστόσο, στο βαθμό που οι ίδιες εξελίξεις διέψευσαν όλες τις υποθέσεις εργασίας της Αριστεράς:
-
«Η ενασχόληση με τη ΧΑ τη διαφημίζει».
Ήδη πριν από τις εκλογές του 2012, η ΧΑ ήταν παρούσα στις συζητήσεις των ανθρώπων, στην καθημερινότητα και γενικά στο δημόσιο χώρο, εντός και εκτός Λεκανοπεδίου, ως θεμιτή επιλογή ενάντια στους πολιτικούς και την πολιτική. Παρούσα, όχι απαραιτήτως ως «αντισυστημική» δύναμη, σε κάθε περίπτωση όμως ως αντικανονική επιλογή σε καιρούς μη κανονικούς.
-
«Η Αριστερά πρέπει να αντιμετωπίσει την κύρια αντίθεση, το Μνημόνιο».
Η επιλογή αυτή μπορεί να έδωσε όντως ώθηση στην Αριστερά, αποδείχτηκε ωστόσο ότι μια σειρά από «δευτερεύουσες» θεματικές (η πολιτισμική κρίση, το αίτημα για ασφάλεια, η απαίτηση για τιμωρητική –όχι επανορθωτική– δικαιοσύνη κ.ά), έμειναν ακάλυπτες. Καλύπτοντας τις θεματικές αυτές, η ΧΑ έφτασε σήμερα να αποτελεί μια πολιτική απειλή τόσο σοβαρή όσο και αυτή του Μνημονίου.
-
«Πρέπει να αποκαλύψουμε την ταυτότητα της ΧΑ».
Η θεωρία της ετικέτας αποδείχτηκε ότι δεν έχει απεριόριστη εμβέλεια. Όχι μόνο γιατί οι νεότερες γενιές δεν εγκαλούνται παρά εν μέρει από την αντιφασιστική και αντιδικτατορική μνήμη. Αλλά και γιατί, αντίθετα, η μνήμη του δωσιλογισμού και των «ένδοξων ημερών» της Χούντας εγκαλούν κάποιους από τους παλιότερους, ενώ τα μοτίβα του ρατσισμού, του αντικομματισμού και του ελιτισμού διατρέχουν οριζόντια το πολιτικό φάσμα και βρίσκουν από χρόνια σημαντικά κοινωνικά-διαγενεακά ερείσματα.
-
«Οι ψηφοφόροι της ΧΑ δεν ξέρουν ακριβώς τι ψηφίζουν, το ρεύμα θα ξεφουσκώσει και η ΧΑ θα κανονικοποιηθεί».
Η διατήρηση των ποσοστών της στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις και η σημερινή δημοσκοπική της εκτίναξη (ενώ καθημερινά η ΧΑ δίνει δείγμα γραφής), μαρτυρούν ότι ένα σημαντικό τμήμα της βάσης της ΧΑ είναι παγιωμένο, η δε κοινωνική διαθεσιμότητα στο λόγο (και τις πρακτικές…) μίσους είναι πολύ υψηλή. Αυτή ακριβώς η συνθήκη είναι που διαψεύδει σήμερα οικτρά την πρόβλεψη ότι οι θεσμοί θα εξημέρωναν τους νεοναζί.
-
«Απαντώντας σε όσα κάνει η ΧΑ, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε αντιπαράθεση άκρων».
Η θεώρηση αυτή υποδεικνύει ακριβώς το σημείο όπου η Αριστερά α) μοιάζει να έχει «ενσωματώσει» τη θεωρία των άκρων που κατά τα άλλα αντιμάχεται, β) αρνούμενη να αναλάβει την ευθύνη για το δικό της «άκρο», τη στιγμή που γ) η άρνησή της αυτή ουδόλως εμποδίζει τους αντιπάλους της να κατηγορούν την ίδια ως ακραία δύναμη που επιδιώκει την κατάλυση της Δημοκρατίας (βλ. δηλώσεις στελεχών της κυβέρνησης εναντίον της αξιωματικής αντιπολίτευσης)∙ ουδόλως τους εμποδίζει, σε τελική ανάλυση, να χρησιμοποιούν τη ΧΑ ως πολιτικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της Αριστεράς κάθε απόχρωσης – «ακραίας» και μη.
Γιατί συνέβη
Σε τι οφείλονται, όμως, όλες αυτές οι λανθασμένες εκτιμήσεις της Αριστεράς; Κατά τη γνώμη μου, αυτό που υποτιμήσαμε ήταν το εύρος και το βάθος
α) μιας διαδικασίας εκφασισμού της κοινωνικής ζωής και της καθημερινότητας, καθώς και της δυνατότητας της ΧΑ να τον οργανώνει, να τον επηρεάζει και να τον κεφαλαιοποιεί πολιτικά∙
β) μιας στρατηγικής εκφασισμού της πολιτικής ζωής, η οποία διαθέτει κέντρο, και στην οποία (προ)ηγούνται οι δυνάμεις του αυταρχικού Κέντρου. Ο εκφασισμός δεν είναι έκφραση του κοινωνικού αυθορμητισμού (ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μόνο αυτό), ούτε γενικώς «η επιθυμία για φασισμό». Η ΧΑ εκπροσωπεί τη ριζοσπαστικοποίηση μιας διαδικασίας κατασκευής ενός λαού – την οποία οργανώνει το πολιτικό Κέντρο, και στην οποία, μια δημοκρατία όλο και πιο ολιγαρχική και αυταρχική πείθει ή επιδιώκει να πείσει ότι:
-
η μόνη δυνατότητα προστασίας της εργασίας είναι η εθνική της διαίρεση
-
η μόνη δυνατότητα προστασίας της μικρής ιδιοκτησίας είναι η πάταξη του παραεμπορίου (αρχής γενομένης όχι από την κορυφή –όπου θα έβρισκε Έλληνες–, αλλά από τη βάση)
-
η μόνη δυνατότητα υπεράσπισης των κοινωνικών αγαθών είναι ο αποκλεισμός τμημάτων της κοινωνίας από τα αγαθά αυτά (προνοιακός σωβινισμός)
-
η μόνη, ή τουλάχιστον μια θεμιτή εκδοχή προάσπισης της ασφάλειας, είναι μια «αυτονομημένη» αστυνομία, διαβρωμένη από τους νεοναζί, και ενίοτε σε ανοιχτή συμπαράταξη μαζί τους.
γ) μιας πολιτισμικής κρίσης, οι διαστάσεις της οποίας ξεπερνούν κατά πολύ την («καθυστερημένη», «υπανάπτυκτη» κλπ) ελληνική κοινωνία, έχουν δε προσλάβει το χαρακτήρα μιας κρίσης του Διαφωτισμού: απουσία πίστης στην πρόοδο (με το βιοτικό επίπεδο της κοινωνικής πλειοψηφίας να τσακίζεται), εγκατάλειψη του ορθού λόγου (εκεί που η πολιτική αποτυγχάνει ή αποκλείει, κερδίζουν έδαφος η συνωμοσιολογία και ο ανορθολογισμός), απόρριψη του οικουμενισμού (λατρεία του μερικού, επιστροφή στην ατομική ή/και εθνική βιογραφία).
Πώς εξηγείται όμως ότι η Αριστερά υποτίμησε όλες αυτές τις σοβαρές διεργασίες; Αν δεν εξαντλεί την ερμηνεία ο (διαχρονικά) αρνητικός συσχετισμός δύναμης, η απάντηση κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να συμπεριλάβει υποχρεωτικά και μια παράμετρο που συνήθως αγνοείται: το γεγονός, δηλαδή, ότι η σύγχρονη Αριστερά συγκροτήθηκε σε μια περίοδο «κανονικότητας»/ομαλότητας. Η συνθήκη αυτή της προσδίδει μεν ένα πλεονέκτημα, στο βαθμό που το δυναμικό της διαθέτει ένα υψηλό κριτήριο για το τι είναι δημοκρατία και τι όχι∙ της δημιουργεί, ωστόσο, και ένα πρόβλημα, στο βαθμό που η υπαρκτή δημοκρατία και οι κανόνες του πολιτικού ανταγωνισμού μοιάζουν σήμερα παρωχημένοι. Έτσι εξηγείται, νομίζω, η υποτονική αντίδραση του ΚΚΕ, όταν μέλη του δέχτηκαν επίθεση από νεοναζί πριν από τις φετινές εκλογές στην Αγία Παρασκευή – και έτσι εξηγείται η «λελογισμένη» αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ στην πρωτοφανή επίθεση που δέχτηκαν μέλη του στο κεντρικό εκλογικό κέντρο στον Πειραιά το βράδυ της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης.
Τι να (μην) κάνουμε
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η Αριστερά διαθέτει ακόμα, τόσο τις δυνατότητες όσο και τον πολιτικό χρόνο για να αντιμετωπίσει την άνοδο των νεοναζί.
Αυτό όμως δεν θα συμβεί, αν η Αριστερά δεν πρωταγωνιστήσει στην αυτοτελή αντιμετώπιση της ΧΑ, στη δημιουργία δηλαδή ενός αντιφασιστικού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, με τη δική της ιδεολογική ηγεμονία. Ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανένα άλλο ηθικοπολιτικό μέγεθος που να μπορεί να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο σοβαρό εγχείρημα∙ καθώς οξύνει την πολιτική και κοινωνική κρίση, η στάση της ΔΗΜΑΡ στο Μνημόνιο ΙΙΙ και τον προϋπολογισμό απλώς επιβεβαιώνει την εκτίμηση.
Και δεν θα συμβεί, αν η Αριστερά δεν αντιληφθεί ότι η ΧΑ συμμετέχει, ως η «κορυφή του παγόβουνου», σε έναν ιδιότυπο «καταμερισμό εργασίας» (εκφασισμός). Αν δηλαδή δεν αναγνωρίσει το συμπληρωματικό ρόλο της ΧΑ στην αναμόρφωση του κράτους και της κοινωνίας, στην οποία πρωταγωνιστεί το αυταρχικό Κέντρο, και αν κατά συνέπεια δεχτεί το ρόλο μιας Αριστεράς του μικρότερου κακού. Μιας Αριστεράς που για να αποφύγει τη «Βαϊμάρη», είναι διατεθειμένη να υποκύψει σε έναν Ιστορικό Συμβιβασμό∙ που ομνύει στον πολυκομματισμό, εθελοτυφλώντας μπροστά στη μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος σε καρτέλ προσωποπαγών μηχανισμών εκλαϊκευσης μιας στρατηγικής μαφιόζικου νεοφιλελευθερισμού∙ που πασχίζει για τον κοινοβουλευτισμό, αποδεχόμενη η Βουλή να διεκπεραιώνει Προεδρικά Διατάγματα∙ που υπερασπίζεται το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, συμβιβάζεται όμως με την οργουελική επιτήρηση και την κτηνώδη καταστολή∙ που ορκίζεται στην ελευθερία της έκφρασης, δέχεται όμως ορισμένες εξαιρέσεις αν πρόκειται για την ελευθερία της θεμελιακής αντιπολίτευσης.
Το ρόλο ακριβώς αυτής της Θεμελιακής Αντιπολίτευσης χρειάζεται να αναλάβει σήμερα η Αριστερά -και όχι μόνο για να αντιμετωπίσει το νεοχιτλερισμό. Ας θυμόμαστε, τελικά, ότι το 24,5% των ανειδίκευτων εργατών που ψήφισαν νεοναζί πρέπει να γίνει δικό μας.
1 Η όποια επιτυχία αυτής της σκόπιμης σύγχυσης δεν οφείλεται στην υποτιθέμενη εγγύτητα των «άκρων». Η ιδιοτυπία του φασισμού και του ναζισμού έγκειται κατά κύριο λόγο στον «κινηματικό» χαρακτήρα τους, εξ ου και ήδη από το Μεσοπόλεμο, Μουσολίνι και Χίτλερ «δανείζονταν λαϊκότητα» από το οπλοστάσιο και το λεξιλόγιο της Αριστεράς, για να κάνουν όμως ό,τι τα αστικά κόμματα θα έκαναν δυσκολότερα: να διαλύσουν τις οργανώσεις της εργατικής τάξης και να φτιάξουν δικές τους, υποταγμένες στον Αρχηγό.